Του Νίκου Ι. Κωστάρα
"Σ' αυτό το φέρετρο ακουμπά η Ελλάδα!" είχε πει την ύστατη στιγμή του αποχαιρετισμού ο δελφικός ποιητής Άγγελος Σικελιανός στις 28 Φεβρουαρίου 1943, τον καιρό της καταθλιπτικής γερμανικής κατοχής. Αμέτρητα πλήθη κήδεψαν τον "παντοτινό ποιητή του καιρού και του Γένους". Το πλήθος συνόδευε το ξόδι και τα ρίγη της ρωμιοσύνης. Ο θάνατος του πήρε τη σημασία εθνικής απώλειας και η ταφή του έγινε μέσα σε αποθέωση και πατριωτική έξαρση. Βροντερή ακούσθηκε η φωνή του Γιώργου Κατσίμπαλη -του Κολοσσού του Μαρουσιού- που άρχισε τον Εθνικό μας Ύμνο μπροστά στους οπλισμένους Γερμανούς. Σήκωσε το φέρετρο "που ακουμπούσε η Ελλάδα" μαζί με τον Άγγελο Σικελιανό και τον Μαρουσιώτη Γιώργο Ντούμα, ένα πολεμιστή του Σαράντα. Ενώ ο ποιητής Σωτήρης Σκίπης θα απαγγείλει: "δεν εβάσταξες στον πόνο της Φυλής/κι έπεσες σα δρυς/ Σα ναός όπου χτυπιέσαι/ Aπ' τα βόλια των βαρβάρων/Σαν τον Παρθενώνα/ ήρωα, ποιητή του Αιώνα.."
Υπήρξε μια ποιητική μεγαλοφυΐα και η αναγνώριση αυτή είναι πανθoλογούμενη από Έλληνες και ξένους. Γιατί "ο Κωστής Παλαμάς δεν ανήκει μόνο εις την μητέρα Ελλάδα, ανήκει και εις όλας τας χώρας του κόσμου" όπως τον χαρακτήρισε ο μεγάλος Iνδός ποιητής Ταγκόρ. Ενώ ο Ρομαιν Ρολλάν είπε ότι είναι "ο μεγαλύτερος ποιητής της σημερινής Ευρώπης" και ο Κλεμάν: "είναι ο μεγαλύτερος ποιητής του σύγχρονου κόσμου".
Ο Κωστής Παλαμάς είναι ο ραψωδός της ελληνικής ψυχής και των αγώνων της φυλής απ' τα αρχαία χρόνια ως σήμερα. "Είναι ο αληθινός Εθνικός ποιητής της Ελλάδας" όπως τόνισε ο Γρηγόριος Ξενόπουλος. Ενώ ο ακαδημαϊκός Νίκος Βέης έγραψε ότι "είναι ο επικός χρονογράφος της φυλής".
Ο Κωστής Παλαμάς γεννήθηκε στις 13 Ιανουαρίου 1859 στην Πάτρα από γονείς Μεσολογγίτες. Η οικογένεια του είχε μεγάλη ιστορική παράδοση στα γράμματα. Σε ηλικία εφτά χρονών έμεινε ορφανός από μητέρα και πατέρα κι έζησε τα υπόλοιπα παιδικά και εφηβικά του χρόνια στο Μεσολόγγι κοντά στο θείο του Δημήτρη, που ήταν εκπαιδευτικός και συγγραφέας. Η ιερή πόλη με τη μαρτυρική της ιστορία άσκησαν τεράστια επίδραση στην όλη ψυχοσύνθεση και πνευματική δομή του μετέπειτα κορυφαίου ποιητή μας. Το 1875 ο Κ. Παλαμάς ήρθε στην Αθήνα, όπου και γράφτηκε στη Νομική Σχολή, την οποία σύντομα εγκατέλειψε για χάρη της λογοτεχνίας. Στην Αθήνα γνωρίζει ένα κόσμο διχασμένο από αντιθέσεις για τη γλώσσα. Ο ρομαντισμός βρίσκεται σε έξαρση και η ιδεολογία για τη Μεγάλη Ιδέα σε έντονη έξαρση. Ο κόσμος της φαντασίας και της πραγματικότητας βρίσκονται ανάμεικτοι.
Το 1886 εκδίδει την ποιητική του συλλογή "Τραγούδια της Πατρίδος μου" σε ωραία δημοτική γλώσσα, ενώ το 1892 κυκλοφορεί νέα ποιητική συλλογή "Τα μάτια της ψυχής μου" με γλώσσα καλοδουλεμένη δημοτική, που ο ίδιος στον πρόλογο του την ονομάζει "Εθνική γλώσσα". Το 1895 παίρνει επίσημα στην εντολή να γράψει τον "Ύμνο των Ολυμπιακών Αγώνων". "Αρχαίο πνεύμα αθάνατον, αγνέ πατέρα/ του ωραίου, του μεγάλου και αληθινού/κατέβα φανερώσου κι άστραψ' εδώ πέρα στη δόξα της δικής σου γης και τ' ουρανού..." Το 1897 νυμφεύτηκε την ωραία Μεσολογγίτισσα Μαρία Βόλβη, με την οποία απέκτησε τρία παιδιά, τη Ναυσικά, τον Λέανδρο και τον Αλκη. Ο τελευταίος πέθανε μόλις πέντε χρονών και πλήγωσε βαθιά την οικογένεια. Αποτύπωση του πόνου του ποιητή είναι ο "Τάφος" (1898). Χρημάτισε Γενικός Γραμματέας του Πανεπιστημίου Αθηνών (1897-1928). Το 1915 του απονεμήθηκε το Εθνικό Αριστείο Γραμμάτων. Το 1926 έγινε ακαδημαϊκός και το 1930 πρόεδρος της Ακαδημίας. Συνήθιζε να συχνάζει στον "Πύργο" του Κατσίμπαλη στο "Τριανέμι" στο Μαρούσι. Μάλιστα ο Γ. Κατσίμπαλης ανέλαβε την έκδοση των "Απάντων" του Παλαμά και κληροδότησε το Ίδρυμα Παλαμά".
Θαλασσινοί απόηχοι
Ο Κωστής Παλαμάς δεν είναι μονάχα ποιητής. Έγραψε κριτική, πεζά και θέατρο, ακόμη και θαλασσινούς στίχους που διαβάζουμε στους "Καημούς της Λιμνοθάλασσας". "Τα πρώτα μου χρόνια τ' αξέχαστα τα'ζησα/ κοντά στο ακρογιάλι/στη Θάλασσα εκεί τη ρηχή και την ήρεμη/ στη θάλασσα εκεί την πλατειά, τη μεγάλη./Μια πίκρα/για μένα είν' η μοίρα μου, για με είν' η χάρη μου/δεν γνώρισα κι άλλη./ Μια θάλασσα μέσα μου σα λίμνη γλυκόστρωτη/ Και σαν ωκεανοί ανοιχτή και μεγάλη". Ενώ στην "Ασάλευτη Ζωή" παρομοιάζει τις εκτάσεις τους ανθρώπινου νου με τον απέραντο ωκεανό: "Το τραγούδι διψάς του ωκεανού/ή το τραγούδι του ωκεάνειου νου;"
Και στο "Δωδεκάλογο του Γύφτου" τονίζει:
"όπου τελειώνουν οι στεριές/ τα πέλαγα αρχινάνε..." Επίσης θα γράψει στον "Ελληνικό Ύμνο του Μιστράλ": "Με την αυγή και η θάλασσα μενεξεδένια λάμπει/ και με το φως τα πάντα ξανανιώνουν". Μια ζωγραφιά βλέπει μέσα στα ακύμαντα νερά; "Πρωί μέσα στα ακύμαντα νερά προς τ' ακρογιάλι/ των σπιτιών βαθιά, ολόλευκη η ζωγραφιά προβάλλει./ Σαν από χέρι αποτολμά ξεχωριστού τεχνίτη/ φανταστικό σαν άυλο δείχνεται κάθε σπίτι./Αλλ' ο ήλιος υψώθηκεν, ήρθε το μεσημέρι/ κι η ζωγραφιά; την έσβησε το κύμα και τ' αγέρι..." Μάλιστα "ζωγραφιά φθεγγομένη" η ποίηση όπως την χαρακτηρίζει ο Αριστοτέλης. Ο μεγάλος Κωστής Παλαμάς ήταν ακούραστος αναγνώστης, ευαίσθητος δέκτης, μελετητής της Ελληνικής Λογοτεχνίας και της Ιστορίας. Στο έργο του "κυκλοφορεί" όλο το Γένος με τη δόξα του, τις δυστυχίες του και τα ιδεώδη του, τα όνειρα του, τις συνήθειες του, τη γλώσσα του. Υπήρξε ο ποιητής της φυλής μας, ο βάρδος της Ρωμιοσύνης, που βροντοφώνησε στο "Έπος του Σαράντα":
"Αυτό το λόγο Θα σας πω/ δεν έχω άλλο κανένα/ Μεθύστε με τα’ αθάνατο/ κρασί του Εικοσιένα".
Και όμως σα να ξεχνάμε τον ποιητή της Ρωμιοσύνης. Το σπίτι που τον βρήκε ο θάνατος πικραμένο, επί της οδού Περιάνδρου 5, στη Πλάκα, απέναντι από το μνημείο του Βύρωνος, είναι κατάκλειστο με τοίχους καίρια λαβωμένους από την εγκατάλειψη. Δεν ακουμπά ούτε ένα βλέμμα υπευθύνου για τον πολιτισμό μας; Εκεί έμεινε τα τελευταία οχτώ χρόνια της ζωής του.
Δεν είχε δικό του σπίτι και κάπου σαράντα χρόνια έμενε σε νοίκι στην οδό Ασκληπιού 3. όπου σήμερα στεγάζεται το ίδρυμα Κ. Παλαμά. Στις 2 Ιουλίου 1935 γράφει με πικρία στο φίλο του Γ. Κατσίμπαλη για τη μετακόμιση: "Αγαπητέ μου Κατσίμπαλη, βρίσκομαι ολομόναχος. Τα πράγματα μου και τα χαρτιά μου ταξιδεύουν με τη σειρά τους στο νέο σπίτι που δεν το ξέρω ακόμη".
Ας ενδιαφερθούν οι αρμόδιοι για να το σώσουν από την καταστροφή, διαφορετικά ας αφαιρέσουν τη εντοιχισμένη πινακίδα που μιλάει για τον ποιητή, Γιατί είναι μία σημαντική μνήμη της ιστορίας μας, Κι όμως ο βάρδος της Ρωμιοσύνης στις δύσκολες στιγμές δεν μας απογοητεύει; "Και μη έχοντας πιο κάτω άλλο σκαλί/στου Κακού τη σκάλα/ για τ' ανέβασμα ξανά που σε καλεί/θα αισθανθείς να σου φτερώσουν, ώ χαρά!/ τα φτερά/ τα φτερό τα πρωτινά σου τα μεγάλα!»
Νίκος Ι. Κωστάρας
____________________
*αναδημοσίευση από την εφημερίδα "Αρκαδικό Βήμα" αρ. φυλ. 247 - Αύγουστος 2013
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου