Ο Φώτης Κόντογλου (1895 - 1965 / 70) γεννήθηκε στην Μικρά Ασία, στο Αϊβαλί. Μετά την καταστροφή μετοίκησε απέναντι στην Ελλάδα (Εμένα το γραφτό μου ήταν να γεννηθώ στην Ανατολή αλλά η ρόδα της Τύχης που γυρίζει ολοένα, ξερίζωσε από τα θεμέλια τον τόπο μου και μ’ έριξε στην ξενιτειά, σ’ ανθρώπους που μιλούσανε την ίδια γλώσσα μ’ εμένα, πλην όμως που είχανε άλλα συνήθια. Το πουλί το θαλασσοδαρμένο, πως βρίσκει έναν βράχο μέσα στο πέλαγο και κάθεται και στεγνώνει τα φτερά του, έτσι βρίσκομαι κι εγώ σε τούτα τα χώματα). Από το βιβλίο Α΄έκδοση Αθήνα, 1961 “Το Αϊβαλί η πατρίδα μου”.
“Ύστερα από τούτο το μερεμέτι, αν είσαι άντρας, θα φυλαχτείς μην πάθεις χειρότερο ρεζιλίκι μπρος σε Τούρκους και σε χριστιανούς. Αν δεν έρτεις στα μυαλά σου και δε γυρίσεις στην πίστη μας, έχω κατά νου να σε μπομπέψω καταμεσίς στο παζάρι, κ' ύστερα να σε χαλάσω με τον πιο σκληρό θάνατο!” Τότες πια ο Γιώργης ξάναψε και τ' αποκρίθηκε:
"Ψωριασμένε σκύλε, είπα και το ξαναλέγω πως δεν ήρτα για να κάνω ριτζά σαν αδικοχαμένη χήρα, μηδέ τεμενά σαν σκλάβος! Ήρτα να θανατωθώ, για να ξεπλύνω με το αίμα μου το κρίμα μου! Κι εσύ πολεμάς να με μεταστρέψεις με λόγια που λένε στα μωρά, να γίνω άπιστος από χριστιανός και Τούρκος από Γραικός! Ποιος είναι κείνος που θάν έβγαζε τα μεταξωτά σαλβάρια για να φορέσει ψωριασμένον ελιφιέ; Ποιος άνθρωπος σκεφτικός θα άλλαζε ένα άτι σελωμένο μ' ένα μαδημένο γαϊδούρι; Ποιο αηδόνι θα έστρεχε να ζήσει σαν του παίρνανε τη λαλιά του δίνανε στον τόπο της το κράξιμο του κοράκου;
Εσύ θαρρείς πως θα δειλιάσω και θα προσκυνήσω τον ντουρά, μα για μένα τούτη η μέρα είναι σαν το δέντρο που βρίσκει ο λαχανιασμένος στρατοκόπος, γιατί ούλη η ζωή μου στάθηκε ένα βάσανο και θέλω να ξεκουραστώ! Το κορμί μου μπορείς να το τυραγνήσεις, μα η ψυχή μου στέκεται σαν βαλανιδιά, κ' εσύ μοιάζεις το μερμήγκι που δαγκάνει τη ρίζα της και θαρρεί πως θα τη ρίξει κάτου! Ψοφίμια! Η χριστιανοσύνη δεν ξεκληρίζεται μηδέ νε τι σπαθί, μηδέ με την κρεμάλα, μηδέ με τίποτα, γιατί είναι η γωνιακή πέτρα του κόσμου!"
Ακόμα δεν είχε τελειώσει τούτα τα λόγια και τον αρπάξανε οι ζαπτιέδες και τον τραβολογούσανε δέρνοντας τον. Και κείνος γύριζε το κεφάλι και τα φώναζε στον αγά, ως που τον βγάλανε απ' το Κονάκι. Ο κόσμος ακλουθούσε καταπόδι. Σαν φτάξανε στη φυλακή, δεν το βάλανε μέσα, μόνο τον ξεγυμνώσανε πρώτα και τον ξαπλώσανε στο χώμα μπρούμυτον, κ' ύστερα ένας αράπης τον έδειρε αλύπητα μ' ένα βούνευρο. Και σαν τον ξεθεώσανε κ' είδανε πως δεν σπάραζε, τον αρπάξανε και τον ρίξανε μέσα στο μπουντρούμι.
Δεκαεφτά μέρες τον τυραγνούσανε και τον μπομπεύσανε, απ' τις 8 του Νοέμβρη ως τις 26. Κάθε μέρα στο παζάρι τρέχανε άξαφνα οι χριστιανοί κατά τη φυλακή, λέγοντας ο ένας στον άλλο: "Πάλε τον Γιώργη δέρνουνε!". Μα μ' ούλα τα βασανιστήρια κείνος δεν άλλαζε γνώμη και δεν έβγαινε πλια γρυ απ' το στόμα του, μηδέ ρωμέϊκο, μηδέ τούρκικο. Ο αγάς σαν είδε κι απόειδε πως δεν έκανε τίποτα με τις φοβέρες, και πως μόνο ρεζιλευότανε η αρχή από 'ναν ραγιά, έβγαλε απόφαση να του κόψουνε το κεφάλι.
Αγγελική Σπαθαράκη
____________
ΦΩΤΗΣ ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ ΑΓΙΟΣ ΓΙΩΡΓΗΣ Ο ΧΙΟΠΟΛΙΤΗΣ (Διήγημα από “Το Αϊβαλί, η πατρίδα μου” - Απόσπασμα)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου