Γράφει η Έφη Κατσούλη
«Ξέρεις καμιά φορά θαυμάζοντας ξεχνάς ό,τι θαυμάζεις, σου φτάνει ο θαυμασμός σου», έγραφε ο ποιητής. Και δεν είναι καθόλου εύκολο να περιγράψεις τον θαυμασμό σου όταν αυτός αναδύεται όχι από κάτι δεδομένο και υπαρκτό αλλά μέσα από απομεινάρια, από ερείπια και μνήμες ενός πάλαι ποτέ ανθηρού τόπου. Ο λόγος για το εγκαταλειμμένο χωριό του (Παλαιού) Πλατάνου Μαγνησίας που κάποτε έσφυζε από ζωή. «Παρατηρητής του κάμπου και πορτιέρης της Όθρυος θα λέγαμε ο Πλάτανος κοιτάζει ολόισια στην ανατολή απ΄ το γαλανό μάτι του Παγασητικού κι έχει την πλάτη του γυρισμένη στο τραχοβούνι της Γούρας», γράφει στο βιβλίο του για τον Πλάτανο ο Δημήτρης Α. Παπαγιαννίτσης.
Πρώιμες αρχές της άνοιξης βρέθηκα ξανά στον Πλάτανο, τη στιγμή ακριβώς που μες στην απέραντη σιωπή του και τη γλυκιά συντροφιά των πουλιών παραδινόταν θλιμμένος στον υποβλητικό φωτισμό του δειλινού. Είχε ήδη φορέσει τα καλά του κι ετοιμαζόταν να γίνει ακόμη πιο όμορφος μόνο και μόνο για να ικανοποιήσει τους επισκέπτες του, που κάθε άνοιξη αρχίζουν και πάλι να τον θυμούνται. Οι παλιές ροδιές και τριανταφυλλιές, τα δέντρα που ξέμειναν στις αυλές των σπιτιών μετά την εγκατάλειψή τους, τα αγριολούλουδα, όλα έχουν ήδη αρχίσει να οργιάζουν και να καλύπτουν τα παλιά πλακόστρωτα μονοπάτια. Τα πηγάδια πια χορτάριασαν και στέρεψαν, μονάχα το κελάρυσμα του νερού στην βρύση της πλατείας δίνει μια πνοή ζωντάνιας στο σιωπηλό τοπίο. Τα περήφανα πέτρινα σπίτια, σχεδόν όλα δίπατα, μεγαλόπρεπα κι επιβλητικά τινάζουν το ανάστημά τους προς τον ουρανό, έτσι ξεσκέπαστα και μισογκρεμισμένα, λες κι αναζητούν τη λύτρωση. Στοιχειωμένες εκφάνσεις ενός παρελθόντος που οι άνθρωποι το λησμόνησαν γρήγορα κι αναζήτησαν αλλού την ευτυχία τους.
Χαλάσματα και μνήμες μιας εποχής αλλοτινής, ενός χωριού που προκαλούσε τη ζήλια και το φθόνο για την ακμή και την ευημερία του.
Στα παλιά σχολεία και τις εκκλησίες δέντρα άπλωσαν τις ρίζες τους και τα κλαδιά τους ξεπροβάλλουν απʼ τα παράθυρα- ιδανικό λες θέμα ενός πίνακα σουρεαλιστικού.
Το αναστηλωμένο εκκλησάκι στο λόφο του Αη-Αντώνη αγκαλιάζει το χωριό περιμετρικά ? η θέα από εκεί ψηλά αποζημιώνει κάθε απογοητευμένο από τη μοίρα αυτού του τόπου επισκέπτη. Από ʽκει ψηλά το μάτι ξεπερνά τα όρια του νέου χωριού, του Νέου Πλάτανου, του εμπορικού και διοικητικού κέντρου του Αλμυρού και των γύρω χωριών, του ιστορικού συγκροτήματος της αρχαίας πόλης του Αχιλλέα και των Μυρμιδόνων, της αχαϊκής «Άλους», ξεπερνά ακόμη και τον απέραντο θεσσαλικό κάμπο και τον κόλπο του Παγασητικού και φτάνει πέρα, μακριά, στο βουνό που τον χωρίζει απʼ το Αιγαίο και στέκεται εκεί, που διακρίνονται πια οι κεραμοσκεπές του Πηλίου.
Με την ψυχή μας γαλήνια, γεμάτη εικόνες που δεν μπορούν να αποτυπωθούν σε χαρτί, κατηφορίζουμε προς το εσωτερικό του χωριού. Συναντούμε την πλακόστρωτη πλατεία, τα «Πηγάδια», με τη βρύση που λιθανάγλυφα χαραγμένη μας δίνει σε λίγες γραμμές, λιτά κι απέριττα, την εικόνα του χωριού, μαζί με το σήμα του, το πλατανόφυλλο:
«ΠΛΑΤΑΝΟΣ. Κώμη της επαρχίας Αλμυρού Ν. Μαγνησίας.Έδρα Κοινότητος: περιλαμβάνει τα χωριά Αλία, Καστράκι, Σούδες και αριθμεί 1270 κατοίκους. Έχει δύο δημοτικά σχολεία, τηλεγραφείο και σταθμό χωροφυλακής. Κατά την Κατοχή οι Ιταλοί κατακτητές στις 15 Αυγούστου 1943 πυρπόλησαν τον Πλάτανο».
Εκεί και το μεγάλο πέτρινο πηγάδι που με σημαδεμένα τα «χείλη» από τα ανεβοκατεβάσματα των κουβάδων κεντρίζει τη φαντασία μας να δημιουργήσει σενάρια για την καθημερινότητα των ανθρώπων που κάποτε έζησαν εδώ και το χρησιμοποίησαν. Εκεί και ο αιωνόβιος πλάτανος, μόνιμος παρατηρητής της ιστορίας και της αλήθειας αυτού του βασανισμένου τόπου.
Αριστερά, η εκκλησία του Αη- Γιάννη και η ομώνυμη συνοικία. Ενώ για το εκκλησάκι του Αη- Αντώνη και τον πολιούχο Άγιο Αθανάσιο έχουν γίνει ικανοποιητικά έργα αναστήλωσης και επαναλειτουργίας, η βασιλική του Αη-Γιάννη είναι ολωσδιόλου αφημένη στο έλεος του χρόνου και της φθοράς, και όχι μόνο, παραδομένη και στα βέβηλα χέρια που γύμνωσαν τους τοίχους και τα πατώματα -για να βρούνε τις κρυμμένες από τον εμφύλιο περιουσίες- που ρήμαξαν τα χτισμένα σκαλιστά «αγκωνάρια», για να στολίσουν «παραδοσιακά» τα εξοχικά τους σπίτια. Άλλωστε, και μόνο το καμπαναριό του ναού, σκεπασμένο με σχιστόλιθους, διώροφο κι εξάπλευρο με άνισες μεταξύ τους πλευρές αποτελεί ένα σπάνιο, ξεχωριστό έργο τέχνης που χρίζει άμεσης συντήρησης κι επείγουσας προστασίας.
Αφήνοντας πίσω μας ό,τι απέμεινε από το δημαρχείο και στα δεξιά μας τη συνοικία του Αη-Θανάση φτάνουμε πια στον κεντρικό δρόμο που οδηγεί εδώ στον Πλάτανο, στο σημείο που κατά κάποιο τρόπο τέμνονται όλες οι είσοδοι προς το χωριό. Εδώ, στην κεντρική είσοδο στέκονται αγέρωχα τα τείχη των δυο νεοκλασικού ρυθμού σχολείων. Και στο κέντρο, επί της υποδοχής θα λέγαμε, η λιτή βρύση που χαραγμένη κι αυτή μας πληροφορεί επιγραμματικά για την ιστορία του χωριού, για τους πρώτους κατοίκους του και τους μετοίκους από την αρχαία «Άλο», για τις αμέτρητες φορές που κάηκε από τους διάφορους κατακτητές και λήσταρχους, για τον τουρκικό ζυγό και την θεσσαλική εξέγερση ? όλα τα δεινά και οι συμφορές , μύθοι και πραγματικότητες που ανάγκασαν τους κατοίκους να εγκαταλείψουν αυτόν τον παραδεισένιο τόπο.
Κι όμως μέσα σʼ όλη αυτή την εγκατάλειψη, η ελπίδα και η αληθινή προσπάθεια ενσαρκώνονται στο πρόσωπο ενός ξεχωριστού ανθρώπου. Είναι ο κυρ Θανάσης Κυρίτσης που θα τον συναντήσει κανείς να περιφέρεται ανάμεσα στα ερείπια, να φροντίζει να διασώσει ό,τι απέμεινε με μόχθο προσωπικό, να προσπαθεί να αφυπνίσει τους συγχωριανούς του και να προκαλέσει το ενδιαφέρον των αρμόδιων φορέων. Δική του πρωτοβουλία και σχεδόν δική του περαίωση η αναστήλωση κάποιων εκκλησιών, δικές του οι γλάστρες με τα ονόματα των μουσών στην πλατεία, δικά του τα λιθανάγλυφα στις βρύσες και τις εκκλησίες, δικές του κι οι πινακίδες που μας παρακαλούν να σεβόμαστε το τοπίο, να μην ρυπαίνουμε το περιβάλλον, δική του κι η αγωνία όταν σε μια από αυτές κραυγάζει:
«Είναι τραγικό αλήθεια να ξεχνάς την ιστορία του χωριού σου, είναι κάτι παρόμοιο με το νʼ αφήνεις τον εαυτό σου να πεθαίνει, να χάνεται».
Κι απʼ όλο αυτό το θαυμαστό αποτέλεσμα που του χρωστάμε, εκείνος δεν διεκδικεί τίποτα ούτε για τον εαυτό του ούτε για τους συγχωριανούς του. Απʼ αυτούς εξάλλου μια διαρκή απόρριψη και πικρία εισπράττει.
« Δεν φοβάστε ότι είστε μόνος σας;», τον ρώτησα. Και για απάντηση, άνοιξε έναν μεγάλο φάκελο με χειρόγραφά του και μου ʼδωσε αυτό:
«Σήμερα εδώ πάνω στα νεκρά ερείπια αισθάνθηκα τη μεγαλύτερη δύναμη ζωής, ένιωσα σα να βγαίνει μέσα από το χώμα και τις πέτρες μια μυστηριώδης δύναμη και να μπαίνει στις φλέβες μου σαν μια ζεστασιά. Να διαχέεται σʼ όλο το κορμί μου και να εξαφανίζει τις φοβίες και τους δισταγμούς μου, να με λυτρώνει από τα επίγεια».
Με ξύλινα γλυπτά και κάδρα, μια ολόκληρη καλλιτεχνική παραγωγή που ούτε πουλιέται ούτε διδάσκεται μας μυεί στα μυστήρια ενός πρωτόγνωρου παιχνιδιού ανάμεσα στον ρεαλισμό και στα σύμβολα, που μόνο ο ίδιος μπορεί να ερμηνεύσει.
Στιχουργός και τραγουδιστής, αυτοδίδακτος λαϊκός τεχνίτης, «αναστηλωτής» του χωριού κι όμως καμιά έπαρση δεν τον χαρακτηρίζει, πρόθυμος πάντα να συζητήσει, να μοιραστεί τα όνειρά του, να δώσει τα φώτα του και κυρίως ν΄ ακούσει τη νέα γενιά, μου μιλά για τα όνειρα που δεν πραγματοποιήθηκαν, τις προθέσεις που ποτέ δεν ταυτίστηκαν με τους σκοπούς.
Ως πρόεδρος του Εξωραϊστικού Συλλόγου σχεδίαζε πολλά… Ονειρευόταν να εντάξει το χωριό του στο ευρωπαϊκό πρόγραμμα Leader, ξεκίνησε μάλιστα τη σχετική διαδικασία.
Μάταιος κόπος, όταν οι ίδιες οι αρχές του τόπου δεν συγκινούνται για να το προωθήσουν. Όνειρό του ήταν και να χτισθεί μουσείο λαογραφικό- εξάλλου εκεί μόνο θα χάριζε όλα του τα έργα- να αναστηλωθεί το χωριό, να ʽχει ζωή ακόμη κι αν δεν κατοικηθεί, ακόμη και πίστα moto-cross είχε συλλάβει το ασυμβίβαστο με την ηλικία μυαλό του «να διασκεδάζουν οι νέοι και να τραβήξουμε και ξένους…αλλά», καταλήγει με έμφαση, «ένας κούκος δεν φέρνει την άνοιξη, απλώς τη διαλαλεί». Ο ρόλος του σταματά εκεί κι αυτός για το μόνο που εκλιπαρεί είναι στήριξη, ανθρώπινη, δυναμική για να ʽρθει επιτέλους η άνοιξη…
Αναμφίβολα, η περίπτωση αυτού του ανθρώπου και του έργου του, η περίπτωση του (παλιού) Πλατάνου οφείλουν να αντιμετωπιστούν με ιδιαίτερη φροντίδα και προστασία όχι μόνο από τους αρμόδιους φορείς αλλά κι εμάς τους απλούς επισκέπτες.
*από την εφημερίδα "Ο ΛΑΟΣ ΤΟΥ ΑΛΜΥΡΟΥ":http://almyros.gr/el/modules/news/article.php?com_mode=thread&com_order=1&storyid=399
«Ξέρεις καμιά φορά θαυμάζοντας ξεχνάς ό,τι θαυμάζεις, σου φτάνει ο θαυμασμός σου», έγραφε ο ποιητής. Και δεν είναι καθόλου εύκολο να περιγράψεις τον θαυμασμό σου όταν αυτός αναδύεται όχι από κάτι δεδομένο και υπαρκτό αλλά μέσα από απομεινάρια, από ερείπια και μνήμες ενός πάλαι ποτέ ανθηρού τόπου. Ο λόγος για το εγκαταλειμμένο χωριό του (Παλαιού) Πλατάνου Μαγνησίας που κάποτε έσφυζε από ζωή. «Παρατηρητής του κάμπου και πορτιέρης της Όθρυος θα λέγαμε ο Πλάτανος κοιτάζει ολόισια στην ανατολή απ΄ το γαλανό μάτι του Παγασητικού κι έχει την πλάτη του γυρισμένη στο τραχοβούνι της Γούρας», γράφει στο βιβλίο του για τον Πλάτανο ο Δημήτρης Α. Παπαγιαννίτσης.
Πρώιμες αρχές της άνοιξης βρέθηκα ξανά στον Πλάτανο, τη στιγμή ακριβώς που μες στην απέραντη σιωπή του και τη γλυκιά συντροφιά των πουλιών παραδινόταν θλιμμένος στον υποβλητικό φωτισμό του δειλινού. Είχε ήδη φορέσει τα καλά του κι ετοιμαζόταν να γίνει ακόμη πιο όμορφος μόνο και μόνο για να ικανοποιήσει τους επισκέπτες του, που κάθε άνοιξη αρχίζουν και πάλι να τον θυμούνται. Οι παλιές ροδιές και τριανταφυλλιές, τα δέντρα που ξέμειναν στις αυλές των σπιτιών μετά την εγκατάλειψή τους, τα αγριολούλουδα, όλα έχουν ήδη αρχίσει να οργιάζουν και να καλύπτουν τα παλιά πλακόστρωτα μονοπάτια. Τα πηγάδια πια χορτάριασαν και στέρεψαν, μονάχα το κελάρυσμα του νερού στην βρύση της πλατείας δίνει μια πνοή ζωντάνιας στο σιωπηλό τοπίο. Τα περήφανα πέτρινα σπίτια, σχεδόν όλα δίπατα, μεγαλόπρεπα κι επιβλητικά τινάζουν το ανάστημά τους προς τον ουρανό, έτσι ξεσκέπαστα και μισογκρεμισμένα, λες κι αναζητούν τη λύτρωση. Στοιχειωμένες εκφάνσεις ενός παρελθόντος που οι άνθρωποι το λησμόνησαν γρήγορα κι αναζήτησαν αλλού την ευτυχία τους.
Χαλάσματα και μνήμες μιας εποχής αλλοτινής, ενός χωριού που προκαλούσε τη ζήλια και το φθόνο για την ακμή και την ευημερία του.
Στα παλιά σχολεία και τις εκκλησίες δέντρα άπλωσαν τις ρίζες τους και τα κλαδιά τους ξεπροβάλλουν απʼ τα παράθυρα- ιδανικό λες θέμα ενός πίνακα σουρεαλιστικού.
Το αναστηλωμένο εκκλησάκι στο λόφο του Αη-Αντώνη αγκαλιάζει το χωριό περιμετρικά ? η θέα από εκεί ψηλά αποζημιώνει κάθε απογοητευμένο από τη μοίρα αυτού του τόπου επισκέπτη. Από ʽκει ψηλά το μάτι ξεπερνά τα όρια του νέου χωριού, του Νέου Πλάτανου, του εμπορικού και διοικητικού κέντρου του Αλμυρού και των γύρω χωριών, του ιστορικού συγκροτήματος της αρχαίας πόλης του Αχιλλέα και των Μυρμιδόνων, της αχαϊκής «Άλους», ξεπερνά ακόμη και τον απέραντο θεσσαλικό κάμπο και τον κόλπο του Παγασητικού και φτάνει πέρα, μακριά, στο βουνό που τον χωρίζει απʼ το Αιγαίο και στέκεται εκεί, που διακρίνονται πια οι κεραμοσκεπές του Πηλίου.
Με την ψυχή μας γαλήνια, γεμάτη εικόνες που δεν μπορούν να αποτυπωθούν σε χαρτί, κατηφορίζουμε προς το εσωτερικό του χωριού. Συναντούμε την πλακόστρωτη πλατεία, τα «Πηγάδια», με τη βρύση που λιθανάγλυφα χαραγμένη μας δίνει σε λίγες γραμμές, λιτά κι απέριττα, την εικόνα του χωριού, μαζί με το σήμα του, το πλατανόφυλλο:
«ΠΛΑΤΑΝΟΣ. Κώμη της επαρχίας Αλμυρού Ν. Μαγνησίας.Έδρα Κοινότητος: περιλαμβάνει τα χωριά Αλία, Καστράκι, Σούδες και αριθμεί 1270 κατοίκους. Έχει δύο δημοτικά σχολεία, τηλεγραφείο και σταθμό χωροφυλακής. Κατά την Κατοχή οι Ιταλοί κατακτητές στις 15 Αυγούστου 1943 πυρπόλησαν τον Πλάτανο».
Εκεί και το μεγάλο πέτρινο πηγάδι που με σημαδεμένα τα «χείλη» από τα ανεβοκατεβάσματα των κουβάδων κεντρίζει τη φαντασία μας να δημιουργήσει σενάρια για την καθημερινότητα των ανθρώπων που κάποτε έζησαν εδώ και το χρησιμοποίησαν. Εκεί και ο αιωνόβιος πλάτανος, μόνιμος παρατηρητής της ιστορίας και της αλήθειας αυτού του βασανισμένου τόπου.
Αριστερά, η εκκλησία του Αη- Γιάννη και η ομώνυμη συνοικία. Ενώ για το εκκλησάκι του Αη- Αντώνη και τον πολιούχο Άγιο Αθανάσιο έχουν γίνει ικανοποιητικά έργα αναστήλωσης και επαναλειτουργίας, η βασιλική του Αη-Γιάννη είναι ολωσδιόλου αφημένη στο έλεος του χρόνου και της φθοράς, και όχι μόνο, παραδομένη και στα βέβηλα χέρια που γύμνωσαν τους τοίχους και τα πατώματα -για να βρούνε τις κρυμμένες από τον εμφύλιο περιουσίες- που ρήμαξαν τα χτισμένα σκαλιστά «αγκωνάρια», για να στολίσουν «παραδοσιακά» τα εξοχικά τους σπίτια. Άλλωστε, και μόνο το καμπαναριό του ναού, σκεπασμένο με σχιστόλιθους, διώροφο κι εξάπλευρο με άνισες μεταξύ τους πλευρές αποτελεί ένα σπάνιο, ξεχωριστό έργο τέχνης που χρίζει άμεσης συντήρησης κι επείγουσας προστασίας.
Αφήνοντας πίσω μας ό,τι απέμεινε από το δημαρχείο και στα δεξιά μας τη συνοικία του Αη-Θανάση φτάνουμε πια στον κεντρικό δρόμο που οδηγεί εδώ στον Πλάτανο, στο σημείο που κατά κάποιο τρόπο τέμνονται όλες οι είσοδοι προς το χωριό. Εδώ, στην κεντρική είσοδο στέκονται αγέρωχα τα τείχη των δυο νεοκλασικού ρυθμού σχολείων. Και στο κέντρο, επί της υποδοχής θα λέγαμε, η λιτή βρύση που χαραγμένη κι αυτή μας πληροφορεί επιγραμματικά για την ιστορία του χωριού, για τους πρώτους κατοίκους του και τους μετοίκους από την αρχαία «Άλο», για τις αμέτρητες φορές που κάηκε από τους διάφορους κατακτητές και λήσταρχους, για τον τουρκικό ζυγό και την θεσσαλική εξέγερση ? όλα τα δεινά και οι συμφορές , μύθοι και πραγματικότητες που ανάγκασαν τους κατοίκους να εγκαταλείψουν αυτόν τον παραδεισένιο τόπο.
Κι όμως μέσα σʼ όλη αυτή την εγκατάλειψη, η ελπίδα και η αληθινή προσπάθεια ενσαρκώνονται στο πρόσωπο ενός ξεχωριστού ανθρώπου. Είναι ο κυρ Θανάσης Κυρίτσης που θα τον συναντήσει κανείς να περιφέρεται ανάμεσα στα ερείπια, να φροντίζει να διασώσει ό,τι απέμεινε με μόχθο προσωπικό, να προσπαθεί να αφυπνίσει τους συγχωριανούς του και να προκαλέσει το ενδιαφέρον των αρμόδιων φορέων. Δική του πρωτοβουλία και σχεδόν δική του περαίωση η αναστήλωση κάποιων εκκλησιών, δικές του οι γλάστρες με τα ονόματα των μουσών στην πλατεία, δικά του τα λιθανάγλυφα στις βρύσες και τις εκκλησίες, δικές του κι οι πινακίδες που μας παρακαλούν να σεβόμαστε το τοπίο, να μην ρυπαίνουμε το περιβάλλον, δική του κι η αγωνία όταν σε μια από αυτές κραυγάζει:
«Είναι τραγικό αλήθεια να ξεχνάς την ιστορία του χωριού σου, είναι κάτι παρόμοιο με το νʼ αφήνεις τον εαυτό σου να πεθαίνει, να χάνεται».
Κι απʼ όλο αυτό το θαυμαστό αποτέλεσμα που του χρωστάμε, εκείνος δεν διεκδικεί τίποτα ούτε για τον εαυτό του ούτε για τους συγχωριανούς του. Απʼ αυτούς εξάλλου μια διαρκή απόρριψη και πικρία εισπράττει.
« Δεν φοβάστε ότι είστε μόνος σας;», τον ρώτησα. Και για απάντηση, άνοιξε έναν μεγάλο φάκελο με χειρόγραφά του και μου ʼδωσε αυτό:
«Σήμερα εδώ πάνω στα νεκρά ερείπια αισθάνθηκα τη μεγαλύτερη δύναμη ζωής, ένιωσα σα να βγαίνει μέσα από το χώμα και τις πέτρες μια μυστηριώδης δύναμη και να μπαίνει στις φλέβες μου σαν μια ζεστασιά. Να διαχέεται σʼ όλο το κορμί μου και να εξαφανίζει τις φοβίες και τους δισταγμούς μου, να με λυτρώνει από τα επίγεια».
Με ξύλινα γλυπτά και κάδρα, μια ολόκληρη καλλιτεχνική παραγωγή που ούτε πουλιέται ούτε διδάσκεται μας μυεί στα μυστήρια ενός πρωτόγνωρου παιχνιδιού ανάμεσα στον ρεαλισμό και στα σύμβολα, που μόνο ο ίδιος μπορεί να ερμηνεύσει.
Στιχουργός και τραγουδιστής, αυτοδίδακτος λαϊκός τεχνίτης, «αναστηλωτής» του χωριού κι όμως καμιά έπαρση δεν τον χαρακτηρίζει, πρόθυμος πάντα να συζητήσει, να μοιραστεί τα όνειρά του, να δώσει τα φώτα του και κυρίως ν΄ ακούσει τη νέα γενιά, μου μιλά για τα όνειρα που δεν πραγματοποιήθηκαν, τις προθέσεις που ποτέ δεν ταυτίστηκαν με τους σκοπούς.
Ως πρόεδρος του Εξωραϊστικού Συλλόγου σχεδίαζε πολλά… Ονειρευόταν να εντάξει το χωριό του στο ευρωπαϊκό πρόγραμμα Leader, ξεκίνησε μάλιστα τη σχετική διαδικασία.
Μάταιος κόπος, όταν οι ίδιες οι αρχές του τόπου δεν συγκινούνται για να το προωθήσουν. Όνειρό του ήταν και να χτισθεί μουσείο λαογραφικό- εξάλλου εκεί μόνο θα χάριζε όλα του τα έργα- να αναστηλωθεί το χωριό, να ʽχει ζωή ακόμη κι αν δεν κατοικηθεί, ακόμη και πίστα moto-cross είχε συλλάβει το ασυμβίβαστο με την ηλικία μυαλό του «να διασκεδάζουν οι νέοι και να τραβήξουμε και ξένους…αλλά», καταλήγει με έμφαση, «ένας κούκος δεν φέρνει την άνοιξη, απλώς τη διαλαλεί». Ο ρόλος του σταματά εκεί κι αυτός για το μόνο που εκλιπαρεί είναι στήριξη, ανθρώπινη, δυναμική για να ʽρθει επιτέλους η άνοιξη…
Αναμφίβολα, η περίπτωση αυτού του ανθρώπου και του έργου του, η περίπτωση του (παλιού) Πλατάνου οφείλουν να αντιμετωπιστούν με ιδιαίτερη φροντίδα και προστασία όχι μόνο από τους αρμόδιους φορείς αλλά κι εμάς τους απλούς επισκέπτες.
*από την εφημερίδα "Ο ΛΑΟΣ ΤΟΥ ΑΛΜΥΡΟΥ":http://almyros.gr/el/modules/news/article.php?com_mode=thread&com_order=1&storyid=399
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου