Αιμίλιος Χουρμούζιος
(1904-1973)
Οι εκδόσεις των φίλων,
Αθήνα 1980
Είναι καιρός που επαύσαμε να ταλαιπωρούμεθα για τον προσφορότερον ορισμό της Ποιήσεως. Και είναι, νομίζω, ο καιρός της χρεωκοπίας των «σχολών», των κινημάτων στην τέχνη, των μανιφέστων και των θρησκειών. Η Ποίηση οδοιπορεί μαζί με τη διαλυμένη ψυχή του ανθρώπου κι αν κάπου σταθμεύει, είναι για να μετρήση το πλάτος των παρθενικών της βημάτων. Είναι αληθινά η καταλυτική εποχή του θανάτου των ενθουσιασμών που σ’ άλλα χρόνια, παλαιότερα πολύ – αφού οι δεκαετίες έχουνε τώρα για μας την έκταση των αιώνων και το χτες βιάζεται να περάση στην προϊστορία – αρκούσαν για να γίνουν οι στρατολόγοι των «σχολαρχών». Ο ποιητής είναι σήμερα περισσότερο μόνος απ’ όλους τους περήφανους ερημίτες που την αχνή τους μορφή μας περισώζει το εικονοστάσι της παγκόσμιας γραμματολογίας. Μόνος είναι, γιατί λείπει τώρα το στοιχείο της κοινότητας των σκοπών κι ο μυστικιστικός φανατισμός του συνεκτικού ιδεώδους. Τίποτα δεν είναι πια πλήρες, τίποτε δεν είναι άρτιο. Και η Ποίηση, αφού έγραψε την τροχιά του ιδεολογισμού από τα μέσα του 19ου αιώνα ως τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, βρίσκεται τώρα στη νεκρή ζώνη της αοριστίας. Έχει ξεπεράσει το στάδιο των απατημένων προσδοκιών. Δεν πιστεύει ο ποιητής και δεν δέχεται. Δεν ελπίζει, γι’ αυτό και δεν αυταπατάται. Μα είναι η Ποίηση αγώνας;…
Η εισβολή του ιδεολογισμού και της φιλοσοφίας στην Ποίηση που έχουν εκτοπίσει, ή τουλάχιστον παραμερίσει, το καθαρό συναίσθημα και βάρυναν τον μελωδικό λυρισμό, δεν είναι φαινόμενο των σύγχρονων καιρών. Οι καιροί μας και οι ποιητές των καιρών μας έχουν αντιδράσει στηνοργανωμένη ιδέα της εποχής του επιστημονισμού. Το σκίρτημα του υπερρεαλισμού υπήρξε μια ανταρσία και της οργανωμένης ιδέας, κατά της λογικής, αλλά η ανταρσία δεν θα διεκδικούσε τη θέση της στο χρονικό της Ποιήσεως του ΧΧού αιώνα αν δεν υψωνόταν κάθετη για ν’ αγγίση τον προσανατολισμό. Ήδη, με πολλή λογική ο Αντρέ Ζιντ διατύπωσε στις Νέες Τροφές το επαναστατικό σύνθημα: «Α! ποιος θα λυτρώση το πνεύμα μας από τις βαρειές αλυσίδες της Λογικής;». Κι αυτός ο Πωλ Βαλερύ γινόταν κατά κάποιον τρόπο ο πρόδρομος του αυτοματισμού με τον περίφημον αφορισμό του: «Η παραμικρότερη διαγραφή (rature), παραβιάζει τον αυθορμητισμό». Η κατάλυση της λογικής υπήρξε μια προσπάθεια διαφυγής των ανθρώπων του πνεύματος από τα αδυσώπητα συμπεράσματα των λογικών κατασκευών και ο αυθορμητισμός μια παραλλαγή της διαφυγής αυτής που αναζητούσε με την ανασκαφή του υποσυνειδήτου την εξαγωγή ενός καινούργιου εγώ, απείραχτου από τη φθορά της προσαρμογής με τον πολύμορφο –ηθικό, ιδεολογικό και πολιτικοκοινωνικό- συμβατισμό. Ολόκληρο το υλικό της Ποιήσεως είχε τριβεί από την αδιάλειπτη επανάληψη κι από την αποθήκευσή του στα ίδια μορφικά περιγράμματα. Ακόμη και οι λέξεις, τα φραστικά σχήματα, οι λεκτικοί συνειρμοί φαίνονταν τρομεροί αναχρονισμοί. Αν ο Βαλερύ πίστευε πως «οι ολόγυμνες σκέψεις και οι ολόγυμνες συγκινήσεις είναι τόσο αδύνατες όσο κ’ οι ολόγυμνοι άνθρωποι, γι’ αυτό, θα πρέπει να τις ντύσουμε» -και ποιο θα ήταν το ντύμα τους, αν μη οι λέξεις;- ο Αντρέ Μπρετόν, ο πρωθιεράρχης του υπερρεαλισμού, ζητώντας και τον λεκτικό αυτοματισμό, θεωρούσε πως «ήταν τερατώδης πλάνη να πιστεύουμε πως η γλώσσα δημιουργήθηκε για να διευκολύνει τις ανθρώπινες σχέσεις». Ο ριζοσπαστισμός του υπερρεαλισμού, δαμασμένος από τον σατανά του, τη λογική, επαναλαμβάνει το σύνθημα του Μπρετόν με αυτή τη λεπτή υπεκφυγή του Αντρέ Ζιντ που συναντά ο μελετητής του χρονικού της Νεώτερης Ποίησης στο ίδιο εκείνο απόσπασμα των Νέων Τροφών που δημοσίευσε το ντανταϊστικό όργανο η Λογοτεχνία: «Ονειρεύομαι νέες αρμονίες, μια τεχνική των λέξεων λεπτότερη και ειλικρινέστερη, χωρίς ρητορική και που δεν ζητάει τίποτε ν’ αποδείξη». Αυτό το «που δεν ζητάει τίποτα ν’ αποδείξεη» είναι μια άλλη μορφή του υπερρεαλιστικού αυτοματισμού, μια άλλη άρνηση του λογικού συνειρμού που οδεύει πάντα προς ένα κάποιο αποδεικτικό συμπέρασμα, είτε τούτο διατυπώνεται είτε απλώς υποβάλλεται.
***
Η Ποίηση, από τα πρώτα χρόνια της τρίτης δεκαετίας του ΧΧού αιώνα, αγωνίζεται να κερδίση κάποιαν αυτονομία όχι τόσο ειδολογική όσο πνευματική. Προσπάθησε ν’ αποχωριστή από τη γενική κίνηση του πνεύματος, εγκαταλείποντας σιγά σιγά και με θυσίες οδυνηρές τις μεστότερες κατακτήσεις της. Από τότε χρονολογείται η ρήξη με την παράδοση. Από τότε σημαδεύεται αυτό το έξαλλο ταξίδι προς το άγνωστο που έμελλε να περάση από τις αδυσώπητες Συμπληγάδες του Ορθολογισμού και του Παραλογισμού για να μας φτάση δεινά τραυματισμένη αλλά και με πολλή δύναμη κι αυτοπεποίθηση για να μην επιχειρήση καμιάν επώδυνη επιστροφή προς ό,τι με τόσο πάθος και με τόσην αγωνία αποχωριζόταν. Τριάντα περίπου χρόνια διαρκεί η κρίση της αναζήτησης, η δοκιμασία των επάλληλων αποτυχιών, η θανάσιμη πάλη με την πρόζα για τη βεβαίωση του ιδιότυπου εδάφους όπου καλλιεργείται ο νέος ποιητικός λόγος, και στα τριάντα τούτα χρόνια οι κατακτήσεις υπήρξαν τόσο μεγάλες όσο μεγάλη υπήρξε και η αυτοκαταστροφή και η αυτοκατάλυση σε στείρα αποτελέσματα. Μ’ όλο τούτο, τα τριάντα αυτά χρόνια έγιναν ήδη μια ιστορία και το πρώτο κεφάλαιο μιας νέας παράδοσης που έχει τούτη την ιδιοτυπία από ό,τι συνήθως εννοούμε λέγοντας παράδοση: την αέναη κινητικότητα και τον δυναμικό μεταβολισμό. Σήμερα η Ποίηση δεν διεκδικεί πια έναν νέο ορισμό που να θέτει με τον περιοριστικό του χαρακτήρα ορόσημα, φράγματα και τυπικούς κανόνες. Η Ποίηση σήμερα, αν βρίσκεται από ιδεολογική πλευρά στη νεκρή ζώνη της αοριστίας, από καθαρά τεχνολογική βρίσκεται σε μια ρευστότητα ιδεολογική που φαίνεται να δικαιολογεί τη ρήση του Βαλερύ: «Οι περισσότεροι από τους ανθρώπους έχουν για την Ποίηση ιδέα τόσο αόριστη, που η ίδια αυτή αοριστία της ιδέας τους είναι γι’ αυτούς ο ορισμός της Ποιήσεως». Αυτή η αοριστια είναι ό,τι απελευθερώνει τον σύγχρονο ποιητή από την οποιαδήποτε πειθαρχία, που ενδυναμώνει την ατομική προσπάθεια τα κατάχτησης ενός προσωπικού αισθητικού πιστεύω και γίνεται το κίνητρο της ατομικής συνεισφοράς για την αργή μορφοποίηση του νέου ποιητικού ιδεώδους. Εξάλλου η βαθμιαία ιδεολογική απομόνωση του ποιητή που ζει μετ α άλλα ανεξάρτητα πνεύματα τη στιγμή της Μεγάλης Διάψευσης του ιδεώδους του ομαδισμού, αν απελευθερώνει την ποιητικήν έμπνευση και κινεί τις δημιουργικές δυνάμεις της φαντασίας, βοηθεί ταυτόχρονα, χωρίς ιδιοτέλεια, την ίδια μορφοποιητική λειτουργία που συντελείται σχεδόν ασυνείδητα, αλλά γι’ αυτό όχι λιγότερο οικοδομητικά. Δεν μπορεί κανείς να γνωρίζει πόσο διάστημα χρόνου θα καλύψη η απομόνωση τούτη που μπορεί να χαρακτηρισθή με πολλή σχηματοποίηση σαν μια επιστροφή στο άτομο. Όμως ουσιαστικά δεν πρόκειται για επιστροφή, αλλά για μια νέα ανίχνευση του ατόμου. Επιστροφή θα ήταν αν το σημερινό άτομο ήταν το προπολεμικό μόριο της ομάδας που είχε παραμερίσει για να κονιορτοποιηθεί από τον οδοστρωτήρα του ομαδισμού, ένα μόριο αυτάρεσκο, εγωκεντρικό, αλαζονικό κι ατίθασο, ξένο προς ό,τι θα ήταν δυνατό να θεωρηθή σαν προσπάθεια κοινωνικού μεταμορφισμού ή καν το μόριο εκείνο το ομφαλοσκοπικό και αδιάφορο που στένευε τον κόσμο σε μια γειτονιά και την παγκόσμιαν αγωνία την περνούσε από τη βελονοτρυπίδα του μικρόχαρου εγώ του. Σκέπτομαι το άτομο που ήταν μια άρτια κοινωνική μονάδα και δέχτηκε ν’ ακρωτηριάση τις προεξοχές του ατομισμού του για χάρη του ομαδικού σχήαμτος της ευτυχίας. Τώρα που το σχήμα τούτο αποδείχτηκε τόσο κακότεχνο και τόσο στενόχωρο που να μη μπορεί να δεχτή την ανθρώπινην αγωνία και τώρα που το προσωπείο της ελευθερίας φενακίζει το τερατώδες πρόσωπο της δουλείας, το άτομο θέλει να ξαναγυρίση στον εαυτό τουτον ανανεωμένον από τον πύρινο κύκλο της μεγάλης δοκιμασίας. Έτσι φαντάζομαι και τέτοια νομίζω, πως είναι αυτή η επιστροφή που δεν γίνεται μ’ ενθουσιασμό αλλά με πολλή πίκρα. Πόσον καιρό θα είναι ο άνθρωπος ερημίτης του εαυτού του δεν είναι δυνατό να προμαντευθή γιατί κανένας δεν είναι σε θέση να γνωρίζει αν η φοβερή σύγχυση των ιδεών, που την ξεκαθαρίζει ο καθένας μας ξέχωρα για την ειρήνευση της δικής του ψυχής, θα οδηγήση σε καινούργιο χάος. Ωστόσο το διάστημα τούτο δεν μπορεί πια να είναι ένα διάστημα σιγής για τους ανθρώπους που έχουν ακόμα φωνή. Και οι σκόρπιες φωνές μ’ όλη την πολυτονία τους είναι ικανές να δημιουργήσουν τη συμφωνία των διάσπαρτων και συχνά παράταιρων ήχων που είναι χίλιες φορές προτιμότερη από τη διατεταγμένην ομοφωνία. Η έλλειψη σταθερού προσανατολισμού, ιδεολογικού και αισθητικού, αν αποκόπτει κάθε δεσμό με την άστατη παράδοση των μεσοπόλεμων χρόνων, αρχίζει να γίνεται η ίδια παράδοση. Οσο οξύμωρη κι αν φαίνεται η βεβαίωση τούτη, δεν παύει να είναι περίεργη πραγματικότητα. Αρχίζει δηλαδή να σταθεροποιείται το κλίμα της ασύδοτης ελευθερίας που επιτρέπει τα πιο επικίνδυνα τολμήματα, αλλά και τα πιο γόνιμα συνάμα, γιατί η αλυσίδα της μίμησης συναντά τουςτουςείποντες κρίκους. Εκεί, είτε σταματά, είτε επιχειρεί το άλμα της νοητής ανασύνδεσης με το παρελθόν. Όμως το άλμα πέφτει συχνά στο κενό γιατί είναι πάντοτε δύσκολη η ψυχολογική γεφύρωση του σήμερα με το χτες. Το χτες είναι γεμάτο με προσδοκίες που σήμερα, κάτω από το ωμό φως των ξαστοχημένων πραγματοποιήσεων, αναδίνουν τη νοσηρότητα ή, στην καλύτερη περίπτωση, τη χίμαιρα. Ό,τι αναβιώνει το χτες ηχεί στην ψυχή μας σαν ήχος κούφιος, ήχος στεγανός, αφού δεν υπάρχει καμιά ανακλαστική επιφάνεια για να τον αναζήση. Τι επιζή σήμερα; Ισως κάποιος τρόπος ποιητικός, κάποια στιχουργική τεχνική, κάποια υπολείμματα ρυθμών που αγωνίζονται να θεμελιώσουν τη συνέχεια χωρίς να το πετυχαίνουν, γιατί κανένας άξιος ποιητής του καιρού μας δεν επιχειρεί το αβέβαιο τούτο βάδισμα απάνω στο τεντωμένο σκοινί που θέλει να συγκρατήση το ολάρμενο καράβι από το μεγάλο ταξίδι. Οι ποιητικοί τούτοι τρόποι και οι στιχουργικές επαναλήψεις των προτύπων του χτες δημιουργούν την ψευδαίσθηση της πορείας. Και συνηθίζουμε να θεωρούμε ότι η Νέα Ποίηση έχει κιόλας ηλικία γιατί δυσκολευόμαστε πάντα να εμπιστευτούμε στα νεογέννητα.
***
Περιπέτεια λυρισμού
Η ηθική διάλυση του υπαρκτού κόσμου, η αξεπέραστη, υποκειμενικά και αντικειμενικά, κρίση των ιδεών, η αδυναμία της φιλοσοφίας να στηρίξη μια κατάφαση κα να διεκδικήση αδιασάλευτο έδαφος στο χώρο της ψυχής, υπήρξαν οι συντελεστές της αοριστίας. Η αοριστία, από τα πρώτα χρόνια της μεσοπόλεμης παρένθεσης, είχει επιβληθή σα κλίμα αισθητικό, αφού προηγουμένως είχε δημιουργήσει την ηθικά περιρρέουσαν ατμόσφαιρα –(πόσον αληθινά λαμπρός είναι, στη γενικευτικότητά του, ο ροϊδικός όρος…). Η αοριστία είναι και αυτή μια κρίση – μια κρίση ιδεολογική στην ευρύτερη και περιληπτικότερη έννοια του όρου. Αλλ’ υπάρχουν κρίσεις και κρίσεις. Οι παροδικές και οι μόνιμες. Ό,τι χαρακτηρίζει τις παροδικές κρίσεις είναι ένας οξύτατος αγώνας ανάμεσα στην κατάφαση και στην άρνηση, ωσότου η κατάφαση εξουδετερώση την άρνηση και συνεχίση, μ’ όλη την ταλάντευση, τη γραμμή της πορείας, ή ωσότου η άρνηση αποσυνθέση την κατάφαση και δίνοντας στην πορεία μιαν άλλη κατεύθυνση, εγκατασταθή σαν μια νέα, αυτή, κατάφαση χρησιμοποιώντας τα διαλυτικά στοιχεία της πρώτης, που μεταβάλλονται τώρα σε στοιχεία θετικού δυναμισμού. Στις παροδικές κρίσεις η Ιστορία σταθμεύει πρόσκαιρα, όσο χρειάζεται για να σημαδέψη την ταραχή. Αλλ’ η συνέχεια επιβάλλεται, κυριαρχεί και οδεύει, είτε στην παλιά γραμμή είτε στη νέα, γιατί και η νέα γραμμή είναι μια συνεχής κατάφαση μ’ ελαφρούς τιναγμούς. Στις μόνιμες κρίσεις ο αγώνας είναι αδιάλειπτος˙ όμως, μετά την πρώτην οξύτητα, αποκαθίσταται σιγά σιγά ένα καθεστώς που έχει το στοιχείο κάποιας ρευστής μονιμότητας. Είναι η μονιμότητα που δεν κλείνει τον θάνατο του στατικού, γιατί οι αντιφατικές δυνάμεις βρίσκονται πάντοτε σ’ ενέργεια και εγρήγορση. Ωστόσο καλύπτει ένα χρονικό διάστημα επαρκές για να δημιουργήση ατμόσφαιρα, θερμοκρασία, κλίμα. Η κρίση γίνεται συνείδηση και απαιτεί την προσαρμογή. Και η Αισθητική είναι κυριότατα μια προσαρμογή στο ηθικό κλίμα της εποχής. Δεν είναι δύσκολο ν’ αντιληφθούμε πως η ιδεολογική αοριστία δημιούργησε την αισθητική της αοριστίας. Οι απαρχές πρέπει να ν’ αναζητηθούν στην περίοδο της τυπικής εκείνης προσπάθειας της επιστήμης να διασπάση το διάφραγμα που εχώριζε την έννοια της στατικής ύλης από την εν δυνάμει ύλη, δηλαδή την ενέργεια. Είναι μια αποφασιστική περίοδος μεταξιώσεως των αξιών, η εποχή μιας νέας φυσικής που ανέτρεπε με ραγδαιότητα τις παραδεγμένες ιδέες και κλόνιζε σύρριζα τις καθιδρυμένες αντιλήψεις. Η βαθύτατη αλλαγή που έμελλε να επηρεάση τη φιλοσοφία, την κοινωνιολογία και φυσικάη την αισθητική, που αποτελεί έναν κλάδο του ιδεολογικού επιστεγάσματος της κοινωνικής διάρθρωσης, υπήρξε η βασική αιτία του μεγάλου αποχωρισμού του ατόμου από την παράδοση, το κίνητρο της διαφυγής του από την κοινή κοίτη του πνεύματος, η αφορμή της ρήξης με την οργανωμένη ιδεολογία της κοινωνικής μάζας. Από τη στιγμή που οι τρέχουσες ιδέες έχασαν την πειστικότητά τους, το καθορισμένο εννοιολογικό τους περίγραμμα με τη σαφήνεια του περιεχομένου του έγινε εξαιρετικά στενόχωρο, η φθορά των λέξεων πρόβαλε με περισσότερη γυμνότητα, κι ο αγώνας αίφνης του Μαλλαρμέ, για την κάθαρση και τη λεκτική αποπνευμάτωση φαινόταν ανεπαρκής για να τους ξαναδώση την παρθενικότητα και τη στίλβη τους. Δεν έφταιγαν τόσο οι λέξεις όσο το εννοιολογικό τους φορτίο. Οι λέξεις, ειδικά μετά το ουμανιστικό στάδιο της ποιήσεως που χρονικά τάσσεται ανάμεσα στον συμβολισμό και τον νεοσυμβολισμό, (δηλαδή σε μια περίοδο που καλύπτει περίπου τριάντα τόσα χρόνια, από το 1890 έως το 1920), και μετά τη φιλοσοφική φάση, όπου η ποίηση προσπαθούσε ν’ ανταγωνισθή τη φιλοσοφία στο επίπεδο της μεταφυσικής γνώσεως του κόσμου, οι λέξεις έμειναν αυτό που ήταν: οχήματα ιδεών που δεν άργησαν να γνωρίσουν βίαιους τιναγμούς πάνω στα κοφτερά χαλίκια της αποκαλυπτικής παρουσίας του υποσυνείδητου. Η γεφύρωση του διχασμού του βαθύτερου εγώ με το εγώ το διαμορφωμένο από την τριβή του ατόμου με το κοινωνικό σύνολο, η κατάργηση της διάστασης ανάμεσα στην παρθενική ψυχή του ανθρώπου και του αντικειμενικού κόσμου, η συγχώνευση δηλαδή του υποκειμένου με το αντικείμενο, άλλοτε μόλις συνειδητή, ή μάλλον χαμένη στις σκοτεινές περιοχές του ονείρου, σήμερα ανάγκη επιβλητική μέσα στην απόγνωση της αυτοκαταδίκης και της αυτοεξορίας, υποβάλλει την έφεση μιας γνώσης ολοκληρωτικής του εγώ και του κόσμου, και παράλληλα μιας ηθικής που θα ρυθμίση την ατομική αγωγή απέναντι του συνόλου ή, καλύτερα, της ηθικής που θα καταργήση τη διάκριση ανάμεσα στην ατομική και τη μαζική αγωγή.
***
Η αγωνία της Ποιήσεως και η περιπέτεια του Λυρισμού άρχισαν από την ώρα που το άτομο ζήτησε να γνωρίση τον εαυτό του, να τον γνωρίση ολοκληρωτικά, σε βάθος και σε πλάτος, κι από τη στιγμή που η αυτοεμπειρια χρησιμοποιήθηκε σαν ένα μέσο για να γνωρίσουμε τον κόσμο. Από την ίδια στιγμή η Ποίηση γίνεται ένας αγώνας για την κατάχτηση του επιστητού και μαζί πλουτίζεται με διεκδικήσεις που άλλοτε παρακολουθούσαν μονάχα το φιλοσοφικό πνεύμα στις αναζητήσεις του. Ήδη ο Μπωντλαίρ θεωρούσε τον εαυτό του το σκεύος εκλογής που είχε επιλεχθή για να εκφράση το μυστήριο της ζωής, ενώ πριν από τον υπερρεαλισμό και τον πρωθιεράρχη του τον Αντρέ Μπρετόν, ο Ζερράρ ντε Νερβάλ αναζητούσε χωρίς καμιά προπέτεια ταχυδακτυλουργική, να ισορροπήση το υπαρκτό με το ανύπαρκτο, το απτό με το ασύλληπτο, το όνειρο με τη ζωή: «Θαρρώ, έλεγε ο ανύποπτος εκέινος πρόδρομος των νεώτερων εξερευνητών του ονειρικού χώρου, πως η ανθρώπινη φαντασία δεν επινόησε τίποτα που να μην είναι αληθινό». Κι από τότε η υπαρκτή ζωή, ο θεατός κόσμος αποτελούσαν μια δεύτερη αλήθεια που ερχόταν να προστεθή στην αλήθεια την ονειρική. Αν η αντίληψη τούτη, στην εποχή ακόμη του ρομαντισμού, ήταν μια καθαρά ποιητική βεβαίωση, που είχε μόνο στήριγμα τη μυστικιστική προσήλωση των ποιητών στην αποκαλυπτικότητα της εμπνεύσεως, στα νεώτερα χρόνια οι ψυχαναλυτικές έρευνες επροίκισαν τις ποιητικές φαντασιώσεις με τη θετική κι αποδεικτική δύναμη της επιστήμης.
[…]
Kωνσταντίνος Θεοτόκης: ο εισηγητής του κοινωνιστικού μυθιστορήματος στην Ελλάδα: ο άνθρωπος – το έργο, Ικαρος 1941
Το έργο του Θεοτόκη, απλό καθαυτό, συμπυκνώνει και θα έλεγα: ολοκληρώνει –αν σταθούμε στις συνιστώσες γραμμές– τη διαδρομή της νεώτερης πεζογραφίας μας. Μετά την οριστικήν έκπτωση του ρομαντισμού, που εδώ στον τόπο μας ξεστράτισε σε μια παρωδία κλασσικισμού με κέντρο την άκαρπη προγονολατρεία, ο συμβολισμός επέβαλε ένα τεράστιο άλμα προς νέες πνευματικές περιοχές κ’ ήρθε σαν κίνημα λυτρωτικό από ό,τι άγονο, στείρο και στρεβλωτικό της ελληνικής ψυχολογίας έκλεινε ο ελληνικός ρομαντισμός. Αλλ’ ο συμβολισμός δεν είχεν εύρει το έδαφος επαρκώς καλλιεργημένο για να υψωθή στον αληθινά αναγεννητικό του προορισμό μέσα στο πλαίσιο της ελληνικής ζωής: όρθωνε ένα τεράστιο διάφραγμα ανάμεσα στους πνευματικούς ανθρώπους και στο λαό που ακόμη δεν ήξερε τον εαυτό του.
Έπειτα, οι αιτίες που δημιούργησαν στις ξένες λογοτεχνίες το συμβολικό κίνημα σαν αντίδραση στον ξεπεσμένο νατουραλισμό και στον εκφυλισμό του ρεαλισμού σε άψυχες φωτογραφικές απεικονίσεις, απουσίαζαν από τον τόπο. Ο συμβολισμός, έξω, ζητούσε πέρ’ από την επιφάνεια το βάθος, πέρ’ από τη στεγνή περιγραφή τον κραδασμό του αισθήματος, πέρ’ από τον ακύμαντο λόγο την ευσυγκίνητη σκέψη, τον ιδεαλισμό πέρ’ από την πραγματιστική καθημερινότητα. Στην Ελλάδα δεν είχαμε καν γνωρίσει την πραγματικότητα, τον παλμό της ζωής, το τοπίο, το χρώμα, το αληθινό αίσθημα του ελληνικού κόσμου, την ατμόσφαιρα, τους ανθρώπους. Και σχεδόν ανεπαίσθητα, ο σύντομος αυτός σταθμός που έμελλε να ξαναγυρίσει στη νεοελληνική λογοτεχνία αργότερα με δικαιώματα μονιμότερης επιβίωσης, παραχωρεί τη θέση του σ’ έναν ανανεωμένο ρομαντισμό, εμποτισμένο με δημιουργική ζωτικότητα και με δυναμικήν ορμή για την κατάχτηση του νοήματος της ζωής. Ο ρομαντισμός αυτός θα ενισχυθή υστερώτερα μ’ έναν έντονο νατουραλισμό που ξεκίνησε από τον Φλωμπέρ, τον Ζολά και την πλειάδα των μεγάλων δημιουργών και θα εκταθή –στα πιο προχωρημένα και ριζοσπαστικά πνεύματα που αναζητούν την αλήθεια και μάχονται για την αλήθεια- σ’ έναν αντικειμενικό ρεαλισμό, μεστωμένον από την εξωτερική παρατήρηση, πλούσιο σε ψυχική πείρα, προικισμένο μ’ εξαιρετικήν ευαισθησία αλλά και με πολλήν «απάθεια» στην περιγραφή της ανθρώπινης φύσης.
Στο τελευταίο τούτο σκαλοπάτι που θα προπαρασκευάση το αυριανό μυθιστόρημα της ελληνικής ψυχής, δεν έφτασαν αρκετοί στην εποχή του Θεοτόκη. Έφτασαν ίσως αργότερα. Αλλά το εσωτερικό τούτο σχήμα πορείας της νεοελληνικής λογοτεχνίας ανευρίσκεται ολόκληρο στη δημιουργική παραγωγή του Θεοτόκη. Είναι ο λόγιος που φανερώθηκε τη στιγμή της οξύτατης γλωσσικής διαμάχης, που παρακολούθησε και πήρε μέρος ενεργό στον αγώνα για τη διάπλαση της νέας ελληνικής συνείδησης και που το έργο του, συμβολικό στην αρχή, -ο Θεοτόκης δεν μολεύτηκε από το μικρόβιο του κακού ελληνικού ρομαντισμού κι από την πρώτη στιγμή στάθηκε αποφασισμένος εχθρός του- με ζωτικές νιτσεϊκές μεταγγίσεις, γιατί κι ο ίδιος φλεγόταν από τον πόθο της δημιουργίας ανώτερων, δυνατών ανθρώπων για να σταθούν φράχτες στο ρέμμα του ξεπεσμού, νατουραλιστικό υστερώτερα με ωραίες ρομαντικές παρενθέσεις, αντικειμενικά ρεαλιστικό στο τέλος με αναπτυγμένο το δώρο της ψυχολογικής περιγραφής, στέκεται θαυμαστό μνημείο της προσπάθειας της νεοελληνικής σκέψης να υψωθή σ’ ένα ιδεώδες τέχνης ανώτερο, ικανό να προωθήση τις μελλοντικές επιδόσεις της ελληνικής λογοτεχνίας.
Τέτοιο, όπως μας προσφέρεται, με τοςυ αληθινά ιστορικούς του σταθμούς, θα εξετάσουμε στη μελέτη που ακολουθεί το έργο του Κωνσταντίνου Θεοτόκη. Θα το παρακολουθήσουμε στην εξελιχτική του διαδρομή μέσα στη νεοελληνική πραγματικότητα, αρχίζοντας από τα πρωτόλεια γυμνάσματα και φάνοντας στους ώριμους καρπούς της συνθετικής του δημιουργίας. Η βιογραφική έκθεση που προηγήθηκε θα διευκολύνη τον αναγνώστη να συνδέση –κι ο συντάχτης των γραμμών αυτών θα τον βοηθήση συχνά, γιατί η κριτική μέθοδος που τον καθοδηγεί είναι η ιστορική- το πρόσωπο και τη δράση του με τις ιδεολογικές ροπές που εκφράζει και δικαιώνει το έργο του. Η συνέπεια και η συνάρτηση των τριών τούτων στοιχείων, προσωπικότητας, περιβάλλοντος και ιδεολογίας, είναι ο οδηγός που θα μας βοηθήση ν’ αντιληφθούμε με κάθε δυνατή πληρότητα την καλλιτεχνική του δημιουργία σ’ όλη την πολυμέρειά της.
Ο Παλαμάς και η εποχή του, τόμος πρώτος, Πήγασος 1944
Το μελέτημα τούτο –θα κάμω αμέσως την ομολογία της ψυχής μου- με τρομάζει. Όχι πως δεν είναι καρπός μακράς κ’ εξαντλητικής έρευνας μέσα στο παρθένο, παρ’ όλες τις χαραγμένες στράτες, δάσος της επληχτικής κριτικής γονιμότητας του Παλαμά – γιατί, αληθινά, τέτοιος καρπός ώριμης εμπειρίας από το σύνολο του κριτικού έργου του Ποιητή, δεν είναι και ούτε, όσο μας λείπουν οι λεπτομερείς βιβλιογραφικοί οδηγοί, θα μπορούσε να ήταν. Δεν με τρομάζει ο όγκος μιας εργασίας κατασπαρμένης σ’ εφημερίδες, περιοδικά, φυλλάδια, προλόγους, ομιλίες τυπωμένες, γράμματα ιδιωτικά γεμάτα από κριτικούς χαραχτηρισμούς, εργασίας ακόμη ασυγκόμιστης, άταχτης, χρονολογικά αταξινόμητης, ασύνδετης με τα γεγονότα που έδωσαν την αφορμή ή τη νύξη για να εκδηλωθή ο κριτικός στοχασμός του Ποιητή. Για ν’ αποκρυσταλλώση κανείς μιαν εντύπωση, να σχηματίση κάποια γνώμη για την πνευματική πορεία ενός ανθρώπου, δεν χρειάζεται πάντοτε η γνώση ολόκληρου του έργου του, όταν η προσωπικότητά του είναι τόσο ισχυρή και η συνέπειά της τόσο κατάδηλη ώστε το μέρος να είναι μικρογραφία του όλου.
Ο Oscar Wilde έφτασε μάλιστα στην τολμηρή παραδοξολογία πως ο κριτικός δεν είναι υποχρεωμένος ή μάλλον δεν θάπρεπε, να διαβάζει ολόκληρο το έργο που πρόκειται να κρίνη. «Για να γνωρίζει κανείς την ποιότητα ενός κρασιού, μας λέει ακροβατώντας με χαριτωμένη σοφιστικότητα, δεν είναι ανάγκη να πιη ολόκληρο το βαρέλι». (Th critic as artist). Ιδού, λοιπόν, ένας αφορισμός που για τον Παλαμά, θεωρούμενον ως κριτικό, θα ήταν ανεφάρμοστος. Γιατί ο Παλαμάς, όπως υπήρξε πρωτεϊκός στην ποίησή του, υπήρξε πρωτεϊκός και στην κριτική του. Υπήρξε, μ’ άλλες λέξεις, το ερμητικό ποτάμι που δεν κατώρθωσε, γιατί δεν το θέλησε, ν’ ακινητήση ούτε μια στιγμή στην πολυκύμαντη διαδρομή του, περνώντας με δροσοφόρον οίστρο ανάμεσα από τα λαίμαργα και διψαλέα στεγνά εδάφη μιας χέρσας γης που αποζητούσε το γόνιμο ερέθισμα της εγκυμοσύνης.
Μ’ αν ο Παλαμάς υπήρξεν ο μεγάλος τροφός του πνευματικού δέντρου της χώρας, υπήρξε συνάμα ο μεγάλος απομυζητής των ιδεών, όλων σχεδόν των ιδεών, που κυκλοφορούσαν την εποχή του στο εξωτερικό, κι αν δεν ήταν το δεύτερο δεν θα ήταν, ίσως, ούτε το πρώτο. Πολλοί παραξενεύονται με την αέναη εναλλαγή του Παλαμά στο ιδεολογικό πεδίο, εναλλαγή που φανερώνεται τόσο στην ποίησή του όσο και τον κριτικό του λόγο. Η εναλλαγή είναι, κατά τη γνώμη μου, αναπόφευκτη γι’ άνθρωπο που σημάδεψε την πνευματική παρουσία του στον καθυστερημένο τόπο του με μιαν αξεδίψαστη πυρετικήν αναζήτηση ανάμεσα στους ξένους διανοητικούς ορίζοντες, απ’ όπου προσπαθούσε να συγκομίση, ν’ αφομοιώση, να δαμάση τα σκιρτήματα εκείνα του πνεύματος που θα μπορούσαν να γίνουν πυρήνες ιδεολογικής ανανέωσης στον τόπο. Και η αναζήτηση τούτη, εκδηλωμένη έναν καιρό που η πνευματική ζωή της Ελλάδας δεν είχε κανένα σταθερό υπόστρωμα, καμμιά βιώσιμη ιδεολογικήν αρχή που να μπορεί να μορφώση χαραχτήρες και να παρακινήση στην αποκρυστάλλωση μιας κοσμοθεωρίας, ταλαντεύθηκε ανάμεσα από τα πιο αντιθετικά κλίματα, πορίσθηκε χυμούς από τις πιο διαφορετικές φλέβες, στάθηκε, με την έκπληξη των αιφνιδιασμών, στους πιο περίεργους σταθμούς και παρουσιάστηκε κήρυκας και προωθητής ρευμάτων, τάσεων, φιλοσοφιών, που είχαν ανάμεσά τους ένα και μόνο κοινό σημείο επαφής: το θέλγητο του νέου. Γι ανα συνοδεύση κανείς τον Παλαμά σ’ όλην αυτή τη διαδρομή που κυμάνθηκε μισόν αιώνα περίπου, από το 1880 έως το 1930, θα πρέπει να παρακολουθήση με υπομονή και κατανόηση ολόκληρη την πνευματική πορεία του έθνους στο ίδιο διάστημα, αφού ο Κωστής Παλαμάς υπήρξεν ο ευπαθέστερος, ο διανοητικώτερος, ο αντιπροσωπευτικώτερος μαθητής των μεγάλων ή μικρών διδασκάλων που καθωδήγησαν τα βήματά μας από το εξωτερικό. Γι’ αυτό είπα στην αρχή πως το μελέτημα τούτο με τρομάζει. Αν προσπαθούσε κανείς να εντοπίση την έρευνα και την κρίση του στον Παλαμά, δοκιμάζοντας να συλλάβη ωρισμένες γενικές ιδέες, ωρισμένα αισθητικά αξιώματα που θα ερρύθμιζαν τη στάση του απέναντι των πνευματικών προβλημάτων του καιρού του, θα έβλεπε, με πολλήν απογοήτευση, πως θ’ άνοιγε μια πόρτα σ’ ένα ασύλληπτο χάος, θα έβλεπε ενθουσιασμούς που ύστερα θα γίνονταν σκεπτική επιφύλαξη, φανατισμούς που θα ξέφτιζαν σε ψυχρές αναπολήσεις, δόγματα που θα ξέπεφταν σε τρέχουσες και συχνά κίβδηλες αξίες, κι όλα τούτα γιατί θα παραμέριζε από το οπτικό του πεδίο το πνευματικό έθνος στο σύνολό του. Και το πνευματικό έθνος, ασυγκρότητο ιδεολογικά, χέρσος τόπος, αποζητούσε ένα ιδανικό για κίνητρό του, ήθελε κάποιαν αξία να υψώση σε σύμβολο ζωής, ένα σύνθημα για να το κάνη αγώνα. Ο Κωστής Παλαμάς υπήρξεν η τυπικώτερη έκφραση του ωραίου αυτού δυναμισμού που απειθάρχητος καθώς ήταν, είχε πρωτογονική ορμή, ικανή να διασπάση φραγμούς, να τινάξη ορόσημα και ν’ ανοίξη την πορεία προς τον άγνωστο αλλά πλατύν ορίζοντα. Ο Παλαμάς δεν υπήρξε μόνο η συνισταμένη των πόθων αυτών, ο ενσαρκωτής ενδιάθετων ροπών του έθνους του, ο σημαιοφόρος της εξόρμησης. Υπήρξε συνάμα κι ο πολιορκημένος της παράδοσης, της ρομαντικής παράδοσης που αγωνίστηκε αγώνα μεγάλο να την προσαρμόση με τα νέα ιδανικά, να την ανακαινίση όπου ήταν δυνατό ν’ ανακαινιστή, να τη διευρύνη για να χωρέση μέσα της ο χείμαρρος του μέλλοντος. Μοιραία συνέπεια στα πρώτα τούτα βήματα της νεοελληνικής σκέψης ήταν η αμφιβολία, η ταλάντευση, το δειλό ψάξιμο. «Η γνώση προχωρεί με βήματα, όχι με άλματα» λέει ο Μακώλεϋ. Κι αν θυμηθούμε τον Βάκωνα: «Αν ο άνθρωπος αρχίση με βεβαιότητες θα καταλήξη στις αμφιβολίες αλλ’ αν αρκεσθή ν’ αρχίση με τις αμφιβολίες θα καταλήξη στις βεβαιότητες», (Advancement of Learning). Μας το ξομολογιέται ο ίδιος ο Ποιητής σ’ έναν πρόλογό του γραμμένο στα 1912, όταν υπήρχε ήδη η προοπτική του χρόνου και μπορούσε, χωρίς τη θερμοκρασία της αγωνιστικής περιόδου, ν’ αντικρύση τα πρώτα τούτα χρόνια με την αντικειμενικότητα του μελετητή κι όχι με το πάθος του μαχητή: «Μας ξαναφέρνουμνε στη μνήμη –μιλάει για τις πρώτες κριτικές του απόπειρες- πιο πολύ μια περίοδο μεταβατική, δισταχτική, αρνητική, που όσο κι αν πόθου ματιές ρίχνη προς αντικείμενα που δεν τα έχει στα χέρια της, δεν τολμά ούτε μπορεί να ξεφορτωθή τα βάρη που λυγίζουν τους ώμους της». Τίμια ομολογία και συνάμα προσδιοριστική της σημασίας που πρέπει ν’ αποδίδεται στις πρώτες αυτές εκδηλώσεις του κριτικού-αισθητικού πνεύματος του Παλαμά.
Όμως, οι αμφιβολίες και οι ταλαντεύσεις, για τις οποίες μιλούσε ο Βάκων, δεν ήταν της ίδιας υφής με τις αμφιβολίες του Παλαμά. Δεν ήταν, θέλω να πω, λικνίσματα της σκέψης φιλοσοφικά, συμπεράσματα από την πορεία της κοινωνίας του καιρού του εποπτικά, ανησυχίες και ξαναρωτήματα ψυχής περιδινημένης στον ίλιγγο των ιδεολογιών. Όλα αυτά ήσαν ακόμα ασήκωτη, και θάλεγα περιττή, πολυτέλεια για ένα έθνος σκλαβωμένο στη λογιωτατική παράδοση, δουλωμένο στην αρχαιολατρική πρόληψη, αφιονισμένο από πατριδοκαπηλικές χίμαιρες, πνευματικά και ηθικά ευνουχισμένο από τον κυρίαρχο πολιτικό «κοτζαμπασηδισμό» και τον πιστό υπηρέτη του, τον πιο κοντόθωρο δασκαλισμό. Αλλά, άλλης μορφής, καθήκοντα έμπαιναν στην πρώτη μοίρα για τις φωτισμένες διάνοιες του καιρού. Και τα καθήκοντα τούτα ήσαν τόσο επιταχτικά και απορροφητικά του ενδιαφέροντος, γι’ απασχολήσεις ευρύτερες και καθολικώτερες. Τα πνεύματα τα θεωρητικά, που παρακολουθούν τα φαινόμενα του πολιτισμού από περιωπής και σαν από σκοπιά μακρυνή που δημιουργεί την απόσταση και συντηρεί την αδιαφορία προς την άμεση, τη μαχητική δράση, θα μπορούσαν, την εποχή εκείνη, να επιτρέψουν στον εαυτό τους περιπλανήσεις μοναχικές στην αφηρημένη σφαίρα της φιλοσοφικής εποπτείας –και τέτοιους ερημίτες της σκέψης έχει να δείξη και ο ελληνικός 19ος αιώνας- αλλά για τους ανθρώπους που έρχονταν σε στενήν ανάμιξη με τα άμεσα αιτήματα του πνεύματος, η μαχητική θέση ήταν η μόνη, η φυσιολογική θερμοκρασία. Ο Παλαμάς ήταν από τους δεύτερους.
[…]
1904 Γεννιέται στη Λεμεσό της Κύπρου.
1922 Αποφοιτά από το Γυμνάσιο κι αναλαμβάνει άμεσα τη διεύθυνση της εβδομαδιαίας εφημερίδας «Σάλπιξ» της Λεμεσού. Πρόκειται για τη φιλολογική εφημερίδα που εξέδιδε από το 1884 ο παππούς του Στυλιανός Χουρμούζιος.
1924 Εκδίδει το περιοδικό «Αβγή» επικεντρώνοντας στη λογοτεχνική δημιουργία της Κύπρου. Μεταξύ των συνεργατών ο Γιάννης Ψυχάρης.
1925 Εγκαθίσταται στην Αθήνα. Σπουδάζει Νομικά και Πολιτικές Επιστήμες στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.
1926-1928 Προσλαμβάνεται ως δημοσιογράφος στην εφημερίδα «Εστία». Παράλληλα αναλαμβάνει το περιοδικό «Φιλολογική Επιθεώρηση», που λίγο αργότερα μετονόμασε σε «Νέα Επιθεώρηση», με σαφή ιδεολογικό –αριστερό- προσανατολισμό. Συνεργάτες του οι Πέτρος Πικρός, Κώστας Βάρναλης, Ασημάκης Πανσέληνος, Γλαύκος Αλιθέρσης κ.ά.
1931 Αναλαμβάνει τη διεύθυνση της εφημερίδας «Καθημερινή» (αδιάλειπτα έως το 1967, με διακοπή στη διάρκεια της Κατοχής).
1934 Ξεκινάει η στήλη «Φιλολογική Σελίς», με εκδοτικό σημείωμα του Α.Χ., ανάμεσα στις σελίδες της «Καθημερινής», με συνεργάτες μερικούς από τους πιο χαρακτηριστικούς εκπροσώπους των ελληνικών γραμμάτων (Τ.Κ. Παπατσώνης, Μ. Τριανταφυλλίδης, Ν. Καζαντζάκης, Γ. Σκαρίμπας, Γ. Σαραντάρης, Μ. Καραγάτσης, Ε. Κριαράς κ.ά.). Η στήλη διακόπτεται έξι χρόνια αργότερα, με την κήρυξη του ελληνοϊταλικού πολέμου.
1941-1944 Ως μέλος του ΕΑΜ προΐσταται στην Επιτροπή Αντιστασιακού Τύπου, μαζί με τους Μάρκο Αυγέρη, Γαλάτεια Καζαντζάκη, Ασημάκη Πανσέληνο και Ι. Βαλέτα.
1945 Αναλαμβάνει τη διεύθυνση της «Καθημερινής» μετά τον θάνατο του ιδρυτή της Γ. Βλάχου.
1955 Παίρνει τη θέση του διευθυντή του Εθνικού Θεάτρου όπου πρωτοστατεί στον σχεδιασμό και τη λειτουργία νέων θεατρικών θεσμών (Φεστιβάλ Αθηνών, Επιδαύρια, Φεστιβάλ Δωδώνης).
1973 Πεθαίνει στην Αθήνα.