ΙΣΤΟΡΙΚΑ
γράφει ο κ. ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΚΑΤΣΙΜΑΝΗΣ
Στην ιερή μνήμη του Ευάγγελου Κατσιμάνη
Ανάμεσα στο επιτύμβιο επίγραμμα του Αισχύλου και στα αντίστοιχα επιγράμματα του Σοφοκλή και του Ευριπίδη η διαφορά είναι εμφανής. Ενώ τα επιγράμματα του Σοφοκλή και του Ευριπίδη έχουν μάλλον πληροφοριακό περιεχόμενο και χαρακτηρίζονται από ήπιο τόνο, η αναφορά στον Αισχύλο δε δείχνει να περιορίζεται στην απλή ενημέρωση, αλλά φορτίζεται από μια έκδηλη εσωτερική ένταση και «αναδίδει» έναν τόνο δραματικό – κάτι που, όπως θα φανεί στη συνέχεια, έχει τη σημασία του. Ωστόσο, εκείνο που εγείρει ερωτήματα και προκαλεί πολλές συζητήσεις είναι κάτι διαφορετικό: ενώ στα άλλα δύο επιγράμματα βρίσκουμε σαφή αναφορά στις διακρίσεις του Σοφοκλή και του Ευριπίδη στο χώρο της ποιητικής τέχνης, ειδικά για τον Αισχύλο ο έπαινος περιστρέφεται στην «αριστεία» του στο άλσος του Μαραθώνα με ταυτόχρονη παραθεώρηση των λαμπρών επιδόσεών του στο χώρο της τραγωδίας. Πρόκειται για ένα παράδοξο που έχει αποτελέσει αντικείμενο πολλών επισημάνσεων και σχολιασμών[1].
Κλασική, πάντως, είναι η κριτική στο επιτύμβιο επίγραμμα του Αισχύλου, την οποία
βρίσκουμε στο ποίημα του Καβάφη «Νέοι της Σιδώνος 400 μ.Χ.»[2]. Εδώ, ένα παιδί «φανατικό για γράμματα» θα εξαναστεί ακούγοντας τον ηθοποιό να υπερτονίζει τις φράσεις «αλκήν δ’ευδόκιμον» και «Μαραθώνιον άλσος» και μάλιστα θα χαρακτηρίσει «λιποψυχία» την επιλογή του Αισχύλου να προβάλει τις πολεμικές επιδόσεις του με ταυτόχρονη αποσιώπηση των επιτευγμάτων του ως κορυφαίου τραγικού ποιητή[3]. Με τον υπερβάλλοντα μάλιστα καλλιτεχνικό ζήλο του, θα υποδείξει εκ των υστέρων στον Αισχύλο ποιο θα ήταν κατά τη γνώμη του το σωστό περιεχόμενο του επιγράμματος, για να καταλήξει ως εξής:
Καβάφης |
«Κι όχι απ’ τον νου σου ολότελα να βγάλεις
της Τραγωδίας τον Λόγο τον λαμπρό —
τι Αγαμέμνονα, τι Προμηθέα θαυμαστό,
τι Ορέστου, τι Κασσάνδρας παρουσίες,
τι Επτά επί Θήβας— και για μνήμη σου να βάλεις
μ ό ν ο που μες στων στρατιωτών τες τάξεις, τον σωρό
πολέμησες και συ τον Δάτι και τον Αρταφέρνη»
Ο ειρωνικός χειρισμός του θέματος από τον Καβάφη αναδεικνύει την ουσιαστική αδυναμία των «Νέων της Σιδώνος» (όπως και όλων των διαχρονικών μιμητών και ομοφρόνων τους) να κατανοήσουν και να αξιολογήσουν το περιεχόμενο του αισχύλειου επιγράμματος -- και ο λόγος της αδυναμίας αυτής είναι απλός.
Οι Νέοι της Σιδώνος είναι εξελληνισμένοι Σύροι του 400 μ.Χ. Στις μέρες τους ο αρχαίος κόσμος έχει πεθάνει προ πολλού, αλλά λόγω κεκτημένης ιστορικής ταχύτητας η ανάμνηση της πολιτιστικής ακτινοβολίας του παραμένει αμείωτη. Έχουν τη νοοτροπία κοσμοπολίτη σε μια μεταβατική εποχή αβεβαιότητας και κοσμογονικών αλλαγών οι οποίες τους αφήνουν παγερές αδιάφορους και στο πλαίσιο της αυτοκρατορίας η έννοια της πατρίδας τούς είναι άγνωστη. Απέχουν χρονικά εννιακόσια περίπου χρόνια από το 490 π.Χ. και, όπως είναι φυσικό, δεν μπορούν ούτε να φανταστούν ούτε, πολύ περισσότερο, να βιώσουν τον κουρνιαχτό, τις οιμωγές και τους αλαλαγμούς που είχαν κάποτε σκεπάσει το «Μαραθώνιον άλσος», τότε που ο Αισχύλος είχε ξεδιπλώσει σ’ αυτό την «ευδόκιμον αλκήν» του. Με δεδομένη «ευπορίαν του καθ’ ημέραν» και απαλλαγμένοι από την υποχρέωση να παλέψουν με την καθημερινότητα για να εξασφαλίσουν τους υλικούς όρους της διαβίωσής τους, αλείφονται με αρώματα, απολαμβάνουν ποιητικές επαγγελίες και πιθανώς ενδίδουν στον ηδονικό αισθησιασμό. Γι’ αυτούς τους εκθηλυμένους ντιλετάντηδες η τέχνη δεν είναι ένα παρακολούθημα της πραγματικότητας, κάτι σαν το «philosophari», που οφείλει να έπεται χρονικά και αξιολογικά του «vivere». H τέχνη γι’ αυτούς είναι αυτόνομη, έχει αποκοπεί από την πραγματικότητα ή, καλύτερα, έχει πάρει τη θέση της ως εικονική πραγματικότητα – ως ένα υποκατάστατο, που ωστόσο αποτελεί αυτοσκοπό και αυταξία[4].
Εντελώς διαφορετικές είναι οι συνθήκες που συνέβαλαν στη διαμόρφωση της προσωπικότητας και της νοοτροπίας του Αισχύλου, τον 5. π.Χ. αιώνα. Πολλές φορές η ανάπτυξη ενός μεγάλου πολιτισμού με ταυτόχρονα εντυπωσιακά επιτεύγματα στα γράμματα, στη φιλοσοφία, στην τέχνη και στην επιστήμη είναι ο καρπός, μεταξύ άλλων, ενός νικηφόρου «υπέρ πάντων» αγώνα. Μπορεί δηλαδή ο πολιτισμός αυτός να έχει σε μεγάλο βαθμό θεμελιωθεί στο ενθουσιασμό, στην υπερηφάνεια και στο συναίσθημα της ασφάλειας που βίωσε ένας λαός μετά από κάποιον πολεμικό θρίαμβο, χάρη στον οποίο αντιμετώπισε επιτυχώς ένα θανάσιμο κίνδυνο με αποτέλεσμα όχι μόνο να μην εξοντωθεί, αλλά και να βγει από τη δοκιμασία πιο δυνατός, κατοχυρώνοντας ταυτόχρονα την ακεραιότητα και την ελευθερία της πατρίδας του. Οι επικοί αγώνες των Αθηναίων, που «επρομάχησαν των Ελλήνων» κατά τα μηδικά και χάρη στον ηρωισμό τους όχι μόνο ξεπέρασαν την απειλή της ολοσχερούς καταστροφής, αλλά και έφτασαν τελικά στην κατατρόπωση των Περσών και την εδραίωση της ηγεμονίας τους, πρέπει να βιώθηκαν με εντελώς ιδιαίτερη ένταση από τους πρωταγωνιστές των αγώνων εκείνων, δηλαδή από τους ίδιους τους ήρωες των Περσικών Πολέμων. Οι τελευταίοι θεώρησαν τη συμμετοχή τους στις ιστορικές νίκες ως ένα συγκλονιστικό γεγονός που σφράγισε ανεξίτηλα την ζωή τους. Αυτή ακριβώς είναι η περίπτωση του σκληροτράχηλου Μαραθωνομάχου Αισχύλου, του χαλύβδινου εκείνου πολεμιστή και ταυτόχρονα μεγαλόπνευστου τραγικού ποιητή. Ο Αισχύλος δε βρήκε έτοιμη τη νίκη, την ασφάλεια και την ακμή της Αθήνας, όπως θα τις βρουν αργότερα ο Σοφοκλής και ο Ευριπίδης. Αντίθετα, ένιωθε πως ήταν συντελεστής αυτών των επιτευγμάτων και συν-δημιουργός της σύγχρονης αθηναϊκής ιστορίας, η οποία του γέμιζε το στήθος με υπερηφάνεια, και για το λόγο αυτό ανήγαγε την προκοπή και το μεγαλείο της πατρίδας του σε υπέρτατη προσωπική προτεραιότητά του.
Εδώ πρέπει να αποδοθεί το ζωηρό ενδιαφέρον του για τα ηθικά δεδομένα και τα πολιτικά δρώμενα της εποχής του και ειδικότερα η αποτύπωση στο έργο του της βαθιάς βιοσοφίας του[5] και της προτίμησής του προς μια μετριοπαθή εκδοχή της δημοκρατίας, καθώς και η ανησυχία του λόγω της ριζοσπαστικοποίησης του πολιτικού βίου, την οποία προωθούσαν στην Αθήνα οι μεταρρυθμίσεις του Εφιάλτη και του Περικλή. Χαρακτηριστική είναι η υποθήκη του προς τους συμπολίτες του να τηρούν το μέτρο και να αποφεύγουν τις υπερβολές:
«Tο μητ’ άναρχον μήτε δεσποτούμενον***
αστοίς περιστέλλουσι βουλεύω σέβειν,
και μη το δεινόν παν πόλεως έξω βαλείν.
Tις γαρ δεδοικώς μηδέν ένδικος βροτών;» [6]
Ο Αισχύλος δεν απορροφήθηκε ολοσχερώς από τη δραματική τέχνη και δεν τη μετέτρεψε σε αποκλειστική μέριμνα της ζωής του παίρνοντας μεγαλύτερες ή μικρότερες αποστάσεις από την
πολιτική και την κοινωνική καθημερινότητα τους άστεως[7]. Την ποιητική δημιουργία δεν πρέπει να τη θεωρούσε μια επίδοση ιδιαίτερη και «ξεχωριστή» από τον εαυτό του αλλά μάλλον κάτι που αναβλύζει από μέσα του ως φυσική και αβίαστη προέκταση της ύπαρξής του -- της ηρωικής ιδιοσυγκρασίας του και της βαθιάς θρησκευτικότητάς του. Γι’ αυτό και η ποιητική έμπνευσή του δίνει την εντύπωση ότι δεν επιβλήθηκε στην προσωπικότητα του, αλλά μάλλον υποτάχτηκε σ’ αυτήν, για να μεταστοιχειώσει τις εμπειρίες, τα βιώματα και τα οράματά του μεγάλου δραματουργού σε αριστουργήματα τραγικού λόγου.-- Με βάση αυτά τα ιστορικά δεδομένα και αυτές τις ψυχικές διεργασίες θα μπορούσε να εξηγηθεί η καλλιτεχνική «λιποψυχία», την οποία ο νέος από τη Σιδώνα καταμαρτυρεί στον Αισχύλο!
Αισχύλος |
Χωρίς διάθεση να αμφισβητήσουμε την ηρωική διάσταση του αισχύλειου επιγράμματος, την οποία θεωρούμε άλλωστε δεδομένη, επισημαίνουμε ότι το επίγραμμα αυτό προσφέρεται για μια πρόσθετη ανάγνωση, η οποία όχι μόνο δεν αναιρεί την παραπάνω διάσταση, αλλά και τη συμπληρώνει, την εμπλουτίζει και την προεκτείνει. Η αληθοφάνεια της πρόσθετης αυτής ανάγνωσης ενισχύεται από τη βαθιά θρησκευτικότητα του Αισχύλου και τη σχέση του με τα Ελευσίνια Μυστήρια. Συγκεκριμένα, τίποτα δε μας εμποδίζει να υποθέσουμε ότι στο επίγραμμά του ο τραγικός ποιητής υπαινίσσεται, μεταξύ άλλων, τον εφήμερο και εύθραυστο χαρακτήρα της ανθρώπινης κατάστασης και ότι, κατά συνέπεια, το εν λόγω επίγραμμα συνιστά μια συμπυκνωμένη και υποτυπώδη, έστω, «μελέτη θανάτου»[8]. Ας ξαναδιαβάσουμε προσεχτικά τους τέσσερις στίχους, από τους οποίους αυτό απαρτίζεται:
«Αισχύλον Ευφορίωνος Αθηναίον τόδε κεύθει
μνήμα καταφθίμενον πυρφόροιο Γέλας.
Αλκήν δ’ευδόκιμον Μαραθώνιον άλσος αν είποι
και βαθυχαιτήεις Μήδος επιστάμενος» »[9]
Από το ένα μέρος έχουμε την υποστασιακή ανυπαρξία, που έρχεται να παραλάβει τη σκυτάλη από τη δόξα της ζωής. Με το θάνατό του, ο ήρωας των περσικών πολέμων «μίκρυνε» απελπιστικά και εκμηδενίστηκε. Για την ακρίβεια, ενταφιάστηκε στη μακρινή Γέλα, σε έναν συγκεκριμένο τάφο («τόδε κεύθει μνήμα») – κυριολεκτικά χώθηκε σε δυο μέτρα γης που κρύβουν μέσα τους ό,τι έχει πλέον απομείνει («καταφθίμενον») από τον πάλαι ποτέ αρειμάνιο πολεμιστή, δηλαδή μια χούφτα χώμα και τίποτα περισσότερο. Πόσο σημαντικό μπορεί να είναι το ότι, από το άλλο μέρος, έχουμε την «ευδόκιμον αλκήν» του νεκρού, η οποία είχε καταυγάσει κάποτε το «Μαραθώνιον άλσος» και της οποίας είχε πικρή πείρα ο «βαθυχαιτήεις Μήδος»; Εκείνο το «καταφθίμενον» αποδείχτηκε συντριπτικά ισχυρότερο και τελικά την έχει εξαλείψει ολοσχερώς. Ο Αισχύλος ξαναβρίσκει έτσι την πρωταρχική «χοϊκότητά» του, όπως αυτή αποτυπώνεται και διεκτραγωδείται στο «χους ει και εις χουν απελεύσει» της Εκκλησίας.
Στο επίγραμμα υφέρπει η κυρίαρχη ιδέα πως ο άνθρωπος, γενικά, είναι ον ευάλωτο και ασήμαντο, στην κυριολεξία ένα τίποτα. Μπορεί όσο ζει να ενδίδει στην αυταπάτη της δύναμης και να γοητεύεται από τη ματαιότητα της δόξας, πεθαίνοντας, όμως, παραδίδεται στην οντολογική ανυπαρξία, την οποία έχει προετοιμάσει γι’ αυτόν ο αναπόφευκτος θάνατος. Το όλο κλίμα παραπέμπει στη μελαγχολική διαπίστωση που διαβάζουμε στην Ιλιάδα: οι άνθρωποι είναι όντα εφήμερα και αδύναμα, υποκείμενα στη φθορά και την εξαφάνιση όπως τα φύλλα των δέντρων (««οίη περ φύλλων γενεή τοίη δε και ανδρών»[10]), ενώ ταυτόχρονα υπενθυμίζει την απαισιόδοξη επισήμανση του ίδιου του Αισχύλου σχετικά με την αστάθεια και τον ευμετάβολο χαρακτήρα των εγκοσμίων. Σύμφωνα με μια ελεύθερη απόδοσή της, η ανθρώπινη κατάσταση προκαλεί θλίψη, γιατί ακόμη και μια σκιά θα μπορούσε να καταστρέψει την ευτυχία («ιώ βρότεια πράγματ’˙ ευτυχούντα μεν / σκιά τις αν τρέψειεν» [11]). Εκ πρώτης τουλάχιστον όψεως δεν απέχουμε και πολύ, όπως έχει παρατηρηθεί, από εκείνο το «Πάντα σκιάς ασθενέστερα, πάντα ονείρων απατηλότερα» που ακούμε στη νεκρώσιμη ακολουθία[12].
Αυτή η κυρίαρχη ιδέα προβάλλει ανάγλυφη μέσα από την έντονη νοηματική αντιπαράθεση στο εσωτερικό του επιγράμματος, η οποία οφείλεται στο ότι το περιεχόμενο του καθενός από τα δύο ζεύγη στίχων που το αποτελούν αντιτίθεται ριζικά στο περιεχόμενο του άλλου. Σε τελευταία ανάλυση, οι δύο πόλοι της έντονης αυτής αντιπαράθεσης είναι η ζωή και ο θάνατος Αξίζει, λοιπόν, να υπογραμμιστεί με την ευκαιρία το εξής: αν η ασημαντότητα και ο εύθραυστος χαρακτήρας της ανθρώπινης κατάστασης αναδεικνύονται από την χτυπητή αντίθεση της ζωής με το θάνατο και αν λέξεις όπως «μνήμα», «κεύθει», «καταφθίμενον» αντιπροσωπεύουν το θάνατο με χαρακτηριστική παραστατικότητα, είναι προφανές ότι η «ευδόκιμος αλκή» του αδάμαστου μαχητή εκφράζει τη ζωή με ασύγκριτα δραματικότερη αμεσότητα και ενάργεια από ό,τι θα την εξέφραζαν οι απαράμιλλες επιδόσεις του στον τραγικό ποιητικό λόγο. Γι’ αυτό πιθανώς η «ευδόκιμος αλκή», ως πόλος αντίρροπος στο θάνατο, προτιμήθηκε αντί των παραπάνω επιδόσεων. Αυτό είναι μια πρόσθετη εξήγηση του «αισχύλειου παραδόξου», του ότι δηλαδή ο έπαινος του ποιητή περιορίζεται στα πολεμικά του κατορθώματά με ταυτόχρονη αποσιώπηση του έργου του ως κορυφαίου δραματουργού.
Είδαμε παραπάνω ότι το ποίημα του Καβάφη «Νέοι της Σιδώνος 400 μ.Χ.» προβάλλει απλώς τον παράδοξο χαρακτήρα του επιγράμματος χωρίς ωστόσο να υπαινίσσεται κάποια ερμηνευτική
προσέγγισή του[13]. Ό,τι δε βρίσκουμε, όμως, στον Καβάφη παρά την ad hoc αναφορά του στο αισχύλειο επίγραμμα το βρίσκουμε στο Μιλτιάδη Μαλακάση και συγκεκριμένα στο ποίημά του «Ο Τάκη-Πλούμας», το οποίο, βέβαια, δεν έχει καμιά σχέση με την αρχαιότητα και πολύ περισσότερο με το θέμα που μας απασχολεί. Παρ’ όλα αυτά, υπάρχει σε αυτό το ποίημα κάτι που μας ενδιαφέρει στη συγκεκριμένη περίπτωση: το ότι το νοηματικό περιεχόμενό του οργανώνεται επίσης γύρω από τη διπολικότητα ζωή-θάνατος. Ο ομώνυμος ήρωας του ποιήματος, ένας Μεσολογγίτης, εξάδελφος του Μαλακάση, προβάλλεται ως η ενσάρκωση του κάλλους και της λεβεντιάς («Πρώτος στην ομορφιά και στην ορμή»). Ο ποιητής τον ξαναφέρνει νοσταλγικά στη μνήμη του τονίζοντας εμφατικά τα συναισθήματα του θαυμασμού και της λατρείας που έτρεφε γι’ αυτόν και προσθέτοντας τελικά με πόνο ψυχής ότι το ίνδαλμα εκείνο της νεανικής του ηλικίας έχει πεθάνει εδώ και πολλά χρόνια.
Μιλτιάδης Μαλακάσης |
Βέβαια, στο ποίημα η αντίθεση μεταξύ της ζωής και του θανάτου εκφράζεται κατά τρόπο ανισομερή. Από τους 36 στίχους που το αποτελούν οι 34 πρώτοι ξεχειλίζουν από την πληθωρική εξύμνηση της ομορφιάς και της ορμής του ήρωα, ενώ μόλις οι δύο τελευταίοι μάς πληροφορούν ότι εδώ και τρεισήμισι περίπου δεκαετίες ο Τάκη-Πλούμας είναι νεκρός. Ωστόσο, η ποσοτική ανισομέρεια της αναφοράς αντισταθμίζεται πλήρως από τη νοηματική βαρύτητα και υποβλητικότητα των δύο τελευταίων στίχων, που το περιεχόμενό τους μας αιφνιδιάζει, καθώς παρουσιάζει κατά τρόπο δραματικό μια διαμετρική διαφοροποίηση σε σχέση με όσα είχαν προηγηθεί. Ας δούμε την τελευταία στροφή του ποιήματος:
«Ω το λεβέντη του Μεσολογγιού μας,
Τον ήλιο της αυγούλας μου ζωής!
Και να μετρώ και νάναι ο Τάκη - Πλούμας
Τριάντα τρία χρόνια μες στη γης...».
Το ποίημα και το επίγραμμα ανήκουν σε διαφορετικές εποχές, έχουν δεχτεί διαφορετικούς ιστορικούς καθορισμούς, υπάγονται σε διαφορετικά γραμματειακά είδη και προέρχονται από δημιουργούς με σημαντικές ατομικές διαφορές. Δεν πρέπει άλλωστε να μας διαφεύγει ότι σε ένα επιτύμβιο επίγραμμα ο θάνατος αποτελεί δεδομένη θεματική αφετηρία, ενώ στο ποίημα του Μαλακάση εμφανίζεται την τελευταία στιγμή και μάλιστα κατά τρόπο απότομο και απροσδόκητο. Παρ’ όλα αυτά, το ποίημα παρουσιάζει κάποιες μακρινές αλλά ουσιαστικές αναλογίες με το επίγραμμα του Αισχύλου: α) και στις δύο περιπτώσεις η δύναμη και η λάμψη της ζωής περιγράφονται σε τόνο δοξαστικό και β) και στις δύο περιπτώσεις είναι παρούσα η θλιβερή διαπίστωση ότι τον τελευταίο λόγο τον έχει ο θάνατος, δηλαδή η φθορά και η οντολογική ανυπαρξία.
Ωστόσο –και εδώ κλείνουμε την παρένθεση-- αν στο ποίημα του Μαλακάση η μελαγχολική καταγραφή μοιάζει να υπερακοντίζει τελικά τις λαμπρές αναμνήσεις του ποιητή, στο επίγραμμα του Αισχύλου η τελική διαπίστωση, παρά τις αρχικές εντυπώσεις, φαίνεται λιγότερο απαισιόδοξη. Μπορεί, όπως είδαμε, ο «καταφθίμενος» ήρωας των περσικών πολέμων να επιβεβαιώνει την παντοδυναμία του θανάτου, μια προσεκτικότερη, όμως, μελέτη των δύο τελευταίων στίχων του επιγράμματος μάς πείθει πως η ανάμνηση του ηρωισμού δεν υπόκειται στην ολοσχερή εκμηδένιση. Αν από μια συγκεκριμένη άποψη η «ευδόκιμος αλκή» του Μαραθωνομάχου μοιάζει με λάφυρο που κοσμεί το θρίαμβο του θανάτου, από μια διαφορετική άποψη θα μπορούσε να θεωρηθεί παράγοντας που περιορίζει το μέγεθος του θριάμβου και αμφισβητεί την παντοδυναμία του νικητή. Πραγματικά, εκείνο το «αλκήν δ’ ευδόκιμον», έτσι όπως ξεπροβάλλει ορμητικά μετά τις μακάβριες υποδηλώσεις των δύο αρχικών στίχων, φαντάζει σαν έκρηξη που τινάζει στον αέρα την ταφόπλακα, μας μεταφέρει αστραπιαία στο μακρινό «Μαραθώνιον άλσος» και από εκεί μας εξακοντίζει ως τα πέρατα του τότε
γνωστού κόσμου – ως την Περσία, όπου ο «βαθυχαιτήεις Μήδος» πρέπει να μετρούσε για πολύ καιρό τις πληγές του. Με άλλα λόγια, μπορεί ο θάνατος του Αισχύλου να είναι αναπόφευκτος και οντολογικά εξουθενωτικός, παρ’ όλα αυτά ο νεκρός ήρωας του Μαραθώνα, όσο παράδοξο και αν φαίνεται, δεν οδηγείται σε απόλυτη και ολοσχερή εξαφάνιση. Αυτό συμβαίνει, γιατί η «ευδόκιμος αλκή» του είναι κάτι περισσότερο από μια έκφραση αντιπροσωπευτική της ζωής ως απλής βιολογικής λειτουργίας. Είναι, ταυτόχρονα, ένας συμβολισμός της ένδοξης, της καταξιωμένης ζωής.
Προεκτείνοντας, λοιπόν, το νοηματικό περιεχόμενο του αισχύλειου επιγράμματος και επιχειρώντας μια φιλοσοφική αναδιατύπωση της προέκτασης αυτής, θα μπορούσαμε να καταλήξουμε στα εξής: αν ο θάνατος είναι ικανός να συρρικνώσει το «είναι», δηλαδή να οδηγήσει σε «λιγότερο είναι», δεν έχει ωστόσο τη δυνατότητα να επιβάλει ένα συμπαγές «μη είναι». Ο θάνατος μπορεί να εξαφανίσει κάτι που υπάρχει, δεν είναι όμως σε θέση να κάνει, ώστε αυτό το εξαφανισμένο «κάτι» να μην έχει υπάρξει ποτέ. Με το θάνατο, τα «γενόμενα» εξανεμίζονται και χάνονται, αλλά δεν «απογίγνονται». Πεθαίνοντας, ο άνθρωπος είναι σαν να μην έχει ζήσει, αυτό, όμως, δε σημαίνει καθόλου ότι στ’ αλήθεια δεν έχει ζήσει – εκείνο το «σαν να μην» κάνει όλη τη διαφορά! Μια ζωή ζυμωμένη με νοήματα και σημασίες, μια ζωή αφιερωμένη στη σύλληψη και την πραγμάτωση αξιών, μια ζωή ταγμένη στη δημιουργία και την προσφορά –μια γεμάτη ζωή-- μπορεί να διαρκεί ελάχιστα σε σύγκριση με την απεραντοσύνη του χρόνου, τελειώνοντας, όμως, είναι κάτι το δεδομένο και το αμετάκλητο, κάτι που αντιστέκεται στο χρόνο και δεν επιδέχεται περαιτέρω αλλαγή. Οπότε μια τέτοια ζωή παύει, πλέον, να είναι μια απλή «στιγμή στην αιωνιότητα» και γίνεται μάλλον μια «αιώνια στιγμή»[14]. -- Με το επιτύμβιο επίγραμμά του ο Αισχύλος είναι σαν να προεξαγγέλλει και να επικυρώνει το περιεχόμενο των αθάνατων στίχων του Ορατίου: «Δε θα πεθάνω ολόκληρος, αλλά ένα μεγάλο μέρος του εαυτού μου θα αποφύγει το θάνατο και θα μεγαλώνω διαρκώς, ανανεωμένος πάντοτε από τον έπαινο των μεταγενεστέρων»[15].
*** Σημ. Φιλίστωρος: Το μονοτονικό στα Αρχαία επιγράμματα οφείλεται αποκλειστικά σε δικές μας τεχνικές δυσκολίες. Η αρχική επιλογή του κ. Κατσιμάνη ήταν ο τονισμός όπως στο πρωτότυπο.
_____________
[1] Για παράδειγμα, Werner Jaeger, Paideia. Die Formung des griechischenMenschen, ελλ. μτφρ. Γεωργίου Π. Βερροίου, Παιδεία. Η μόρφωσις του Έλληνος ανθρώπου, Αθήναι, 19684, τόμ. 1, σελ. 276. The Oxford ClassicalDictionary, 19963,, στο λήμμα Aeschylus. Albin Lesky, Die tragische Dichtundder Hellenen, ελλ. μτφρ. Νίκου Χουρμουζιάδη, Η τραγική ποίηση των Αρχαίων Ελλήνων, Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, τόμ. Α’, Αθήνα, 19902, σελ. 119. Jacqueline de Romilly, Précis de Littérature Grecque, ελλ. μτφρ. Θ. Χριστοπούλου-Μικρογιαννάκη, Αρχαία Ελληνική Γραμματολογία, Εκδόσεις Καρδαμίτσα, Αθήνα, 1988, σελ. 84.
[1] Για παράδειγμα, Werner Jaeger, Paideia. Die Formung des griechischenMenschen, ελλ. μτφρ. Γεωργίου Π. Βερροίου, Παιδεία. Η μόρφωσις του Έλληνος ανθρώπου, Αθήναι, 19684, τόμ. 1, σελ. 276. The Oxford ClassicalDictionary, 19963,, στο λήμμα Aeschylus. Albin Lesky, Die tragische Dichtundder Hellenen, ελλ. μτφρ. Νίκου Χουρμουζιάδη, Η τραγική ποίηση των Αρχαίων Ελλήνων, Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, τόμ. Α’, Αθήνα, 19902, σελ. 119. Jacqueline de Romilly, Précis de Littérature Grecque, ελλ. μτφρ. Θ. Χριστοπούλου-Μικρογιαννάκη, Αρχαία Ελληνική Γραμματολογία, Εκδόσεις Καρδαμίτσα, Αθήνα, 1988, σελ. 84.
[2] Ο Καβάφης δεν είναι ο μόνος ούτε ο πρώτος που είχε σταθεί στο περιεχόμενο του επιγράμματος. Πριν από αυτόν, ο Théodore Banville, ένας από τους εκπροσώπους του γαλλικού παρνασσισμού, θα κάνει μνεία του θέματος στο θεατρικό του έργο Socrate et sa femme (1886). Βλ. Φάνη Κωστόπουλου,Το επιτύμβιο επίγραμμα του Αισχύλου (Από τον Καβάφη στον Banville),«Φιλολογική», Οκτώβριος-Δεκέμβριος 2013, σσ. 78-80.
[3] Ως συντάκτης του επιγράμματος παραδίδεται ο ίδιος ο Αισχύλος, ορισμένοι όμως υποστηρίζουν ότι αυτό γράφτηκε αρκετά ή πολύ μετά το θάνατό του. Σε κάθε περίπτωση, το επίγραμμα θεωρείται ότι εκφράζει αυθεντικά την επιθυμία και τις επιλογές του Μαραθωνομάχου ποιητή. Βλ. σχετικές αναφορές παραπάνω, στην πρώτη υποσημείωση.
[4] Μια παραστατική απεικόνιση των νέων της Σιδώνος και του ιστορικού κλίματος του 400 μ.Χ. βρίσκουμε στο άρθρο της Καίτης Βασιλάκου «Κ. Καβάφη, ‘Νέοι της Σιδώνος 400 μ.Χ’. Τι θέλει να πει ο ποιητής;»
[5] Βλ. για παράδειγμα, Αγαμέμνων, στ. 176-180: «Τον φρονείν βροτούς οδώ-/ σαντα, τον πάθει μάθος / θέντα κυρίως έχειν./ Στάζει ανθ’΄υπνου προ καρδίας/μνησιπήμων πόνος και παρ’ά-/ κοντας ήλθε σωφρονείν».
[6] Ευμενίδες, 696-699. Αργότερα ο Περικλής, στον Επιτάφιό του, θα επιχειρήσει πιθανώς να απαντήσει και μάλιστα σε απολογητικό τόνο σε αυτόν τον υπαινιγμό του Αισχύλου, αντικαθιστώντας το «δεινόν» του ποιητή με το «δέος»: «ανεπαχθώς δε τα ίδια προσομιλούντες τα δημόσια δια δέος μάλιστα ου παρανομούμεν των τε αιεί εν αρχή όντων ακροάσει και των νόμων, και μάλιστα αυτών όσοι τε επ’ ωφελία των αδικουμένων κείνται και όσοι άγραφοι όντες αισχύνην ομολογουμένην φέρουσιν», Θουκ. ΙΙ, 37, 1-6. Βλ. Max Pohlenz,Griechische Freiheit (γαλλ. μτφρ.), Paris, 1956, σσ. 45, 65, 73-74 και Κυριάκου Κατσιμάνη, Πρακτική φιλοσοφία και πολιτικό ήθος του Σωκράτη, Επικαιρότητα, Αθήνα 1981, σσ. 57-59.
[7] Ο W. Jaeger (όπ. παρ., σελ. 277), θεωρεί την πόλη ιδεώδη χώρο για τη διδασκαλία των δραμάτων του Αισχύλου και προς επίρρωση της άποψής του αυτής επικαλείται τη φράση του Αριστοτέλη «οι μεν γαρ αρχαίοι πολιτικώς εποίουν λέγοντες, οι δε νυν ρητορικώς», Ποιητική, 1450, b 7.
[8] Για το φιλοσοφικό αυτό θέμα βλ. μεταξύ άλλων: Κυριάκου Κατσιμάνη, Μελέτη θανάτου σε πρόσωπο πρώτο ενικό, Επιστημονική Επετηρίς της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, τόμ. ΜΑ΄ 2009-2010, σσ. 292-325.
[9] Scholia in Prometheum vinctum, 11, 4-7
[10] Ζ 144
[11] Αγαμέμνων, 1327-1328. Άλλοι εκδότες υιοθετούν τη γραφή «σκιά (δοτ.) τις αν πρέψειεν», οπότε η μετάφραση θα ήταν: «θα μπορούσε να την (ενν. την ανθρώπινη κατάσταση) παρομοιάσει κανείς με σκιά (ή με σχεδίασμα)».
[12] Στάθη Δρομάζου, Αρχαίο Δράμα, Κέδρος, Αθήνα, 19843, σελ. 49.
[13] Θα μπορούσε μάλιστα να ισχυριστεί κανείς ότι από την άποψη της ερμηνευτικής προσέγγισης το συγκεκριμένο ποίημα λειτουργεί μάλλον αποπροσανατολιστικά.
[14] Βλ. σχετικά τις αναλύσεις του Vl. Jankélévitch στο έργο του La mort, Flammarion, Paris, 1966, σσ. 414-416,
[15] Ελεύθερη απόδοση. Oι στίχοι από τα Carmina: «Non omnis moriar multaque pars mei / vitabit Libitinam; usque ego postera / crescam laude recens» (3, 30, 6-8).
______________