ΠΕΡΙ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑΣ
Ο Ζίγκμουντ Φρόιντ, πατέρας της ψυχολογίας, στο βιβλίο του η ψυχολογία των μαζών και η ανάλυση του εγώ, αναλύει τα βασικά χαρακτηριστικά της ψυχολογίας των κοινωνιών αναφέροντας πως οι μάζες διακατέχονται από τα αρχέγονα ένστικτα του ανθρώπου τα οποία ως επί το πλείστον είναι βίαια, επιθετικά και σεξουαλικά. Αυτές οι δυνάμεις μπορεί να οδηγήσουν τις κοινωνίες στο χάος. Ακόμη ισχυριζόταν ότι οι μάζες είναι χειραγωγήσιμες, είναι εύπλαστες κι ότι μπορείς να αγγίξεις τις επιθυμίες και τους φόβους τους και να τους χρησιμοποιήσεις προς όφελός σου.
Έπειτα από αυτές τις παρατηρήσεις του Φρόιντ αναπτύχθηκαν πολλές θεωρίες και μέθοδοι για την χειραγώγηση της ψυχολογίας των μαζών και των έλεγχο των κοινωνιών.
Ο Ζίγκμουντ Φρόιντ γεννήθηκε το 1856 στο Φράιμπεργκ της Μοραβίας – σημερινό Πρζίμπορ της Τσεχίας. Σπούδασε ιατρική στη Βιέννη, ειδικεύτηκε στη νευρολογία και ασχολήθηκε με τη μελέτη της υστερίας. Θεμελιωτής της ψυχανάλυσης, έχει αναγνωριστεί ως ένας από τους σημαντικότερους στοχαστές του 20ού αιώνα. Στα τέλη του 1885 ο Φρόιντ έφυγε από τη Βιέννη, προκειμένου να συνεχίσει τις σπουδές του στη νευροπαθολογία στο νοσοκομείο Σαλπετριέρ στο Παρίσι. Επέστρεψε στη Βιέννη το 1886 και παντρεύτηκε τη Μάρτα Μπέρναϊς. Το ζευγάρι απέκτησε έξι παιδιά. Ανάμεσά τους η Άννα Φρόιντ, η οποία όπως και ο πατέρας της διέπρεψε στον τομέα της ψυχανάλυσης.
Στα σημαντικότερα έργα του Φρόιντ περιλαμβάνονται: Μελέτες για την υστερία (1895), Η ερμηνευτική των ονείρων (εκδόθηκε το 1899 αλλά με χρονολογία 1900 για να τονιστεί ο κοσμοϊστορικός χαρακτήρας του έργου), Ψυχοπαθολογία της καθημερινής ζωής (1904), Τρεις συμβολές στη σεξουαλική θεωρία (1905), Τοτέμ και ταμπού (1913), Πέραν της αρχής της ηδονής (1920), Το μέλλον μιας αυταπάτης (1927).
Μπερνέζ, ο πατέρας των Δημοσίων σχέσεων.
Κύριος εκφραστής των θεωριών αυτών ήταν ο μαθητής και ανιψιός του Φρόιντ, Έντουαρντ Μπερνέζ, ο οποίος θεωρείται και ο πατέρας των «Δημοσίων Σχέσεων» και ο άνθρωπος που έπλασε την κοινωνία της κατανάλωσης.
Ο Μπερνέζ, δίδαξε πρώτος πώς η σύνδεση των προϊόντων μαζικής παραγωγής με ασυνείδητες επιθυμίες, πείθει τον κόσμο να αγοράζει πράγματα που δεν χρειάζεται. Προέκυψε έτσι μια νέα πολιτική ιδέα για τον έλεγχο της μάζας η οποία υποστήριζε ότι όταν ικανοποιούνται οι ασυνείδητες επιθυμίες του κόσμου, τότε αυτός γίνεται «ευτυχισμένος» και πειθήνιος. Τότε ακριβώς ξεκίνησε η εποχή του καταναλωτισμού η οποία κυριαρχεί έως σήμερα στον δυτικό κυρίως κόσμο, επηρεάζοντας σταθερά τους φόβους και τις επιθυμίες.
Χειραγώγηση του φόβου και των επιθυμιών
Οι άνθρωποι ήθελαν πια να αποκτήσουν –ή έστω να κατασκευάσουν ή να δανειστούν – έναν εαυτό, ανεξάρτητο και διαφορετικό απ’ όλους τους άλλους -κι αυτή ακριβώς την εικόνα άρχισε να τους πουλάει η διαφήμιση.Η παλιότερη ιδέα περί της αξίας του ατόμου, που είχε εισαχθεί με τον Διαφωτισμό, συμπληρώθηκε με τη νέα ιδέα πως το άτομο είναι οι επιθυμίες του, και πήρε την αξία θρησκείας στις σύγχρονες κοινωνίες.Χάρη στις μελετημένες εκστρατείες του Μπερνέζ, οι τεχνικές της διαφήμισης έγιναν το μαγικό ραβδί που μας κρατάει μονίμως σε μια μαζική (και μαγική) αυταρέσκεια.
Καθώς η κοινωνία απέρριπτε την προπαγάνδα μετά τον πόλεμο, ο Μπερνέζ επινόησε ένα πιο ελκυστικό όνομα για την κοινωνική εκδοχή της: «Δημόσιες Σχέσεις». Άρχισε να μελετά επισταμένα τα έργα του θείου του. Σύντομα ανακάλυψε ότι δεν χειραγωγεί η πληροφορία τα πλήθη, άποψη που επικρατούσε έως τότε, αλλά το ασυνείδητο. Ξεκίνησε να πειραματίζεται με το μυαλό της λαϊκής κυρίως τάξης και να μελετά τα συναισθήματά της. Έδειξε το μεγάλο του ταλέντο στη χειραγώγηση των ασυνείδητων επιθυμιών όταν εταιρίες τσιγάρων του ζήτησαν να διερευνήσει τρόπους να αυξήσουν την πελατεία τους και να πείσει και τις γυναίκες να καπνίσουν, θέαμα που έως τότε θεωρούνταν ταμπού.
Οι δάδες της ελευθερίας
Την εποχή εκείνη οι γυναίκες δεν κάπνιζαν δημόσια, πράγμα που περιόριζε στο μισό τους πιθανούς αγοραστές. Ο Μπερνέζ είχε την ιδέα να υποβληθεί ένα δείγμα γυναικών σε ψυχανάλυση, ώστε να φανεί τι πραγματικά σημαίνει το προϊόν γι αυτές. Το συμπέρασμα ήταν πως σε βαθύτερο επίπεδο οι γυναίκες συνέδεαν το κάπνισμα με την ανδρική σεξουαλική εξουσία και την χειραφέτηση. Έτσι οργανώθηκε η ανάλογη διαφημιστική καμπάνια, με μηνύματα που συνέδεαν εντέχνως το κάπνισμα με την ανεξαρτησία. Με την πρόθυμη συνεργασία των φεμινιστριών, που στη διάρκεια μιας παρέλασης οργάνωσαν την πρώτη δημόσια εμφάνιση γυναικών που κάπνιζαν αυτό που οι ίδιες ονόμαζαν «δάδες της ελευθερίας» (torches of freedom), ο παρθένος στην διαφήμιση πληθυσμός υπέκυψε στο δέλεαρ κι έτσι έκτοτε όλες οι γυναίκες του πλανήτη απέκτησαν το δικαίωμα στην «εσωτερική» παρόρμηση να καπνίσουν.
Αυτή ήταν ίσως η πρώτη φορά που η ανάγκη για χειραφέτηση χρησιμοποιούνταν τόσο ξεκάθαρα για χάρη ευτελών (δηλαδή αμιγώς οικονομικών) μηχανισμών χειραγώγησης.
Γιατί ο κόσμος αγοράζει πράγματα που δεν χρειάζεται
Μετά τον πόλεμο, οι εταιρίες μαζικής παραγωγής αντιμετώπισαν το φόβο του πλεονάσματος κι ήταν αναγκαίο να πείσουν τον κόσμο πως έπρεπε να αγοράσει αυτά τα προϊόντα, έπρεπε ο κόσμος να εκπαιδευτεί ώστε να επιθυμεί νέα πράγματα προτού καν χαλάσουν τα παλιά. Έπρεπε με λίγα λόγια να δημιουργηθεί μια νέα νοοτροπία: οι επιθυμίες όφειλαν να ξεπερνούν τις ανάγκες, σημασία είχε να αγοράζει η μάζα προϊόντα που δεν χρειάζεται αλλά που επιθυμεί. Ο Μπερνέζ, ανέπτυξε διάφορες τεχνικές ώθησης προς τη μαζική κατανάλωση τη δεκαετία του 1920 οι οποίες εφαρμόζονται έως σήμερα. Συνέδεσε τα προϊόντα με αστέρες του κινηματογράφου, έπεισε τις αυτοκινητοβιομηχανίες να προωθήσουν τα αυτοκίνητά τους ως σύμβολα αρρενωπότητας, ξεκίνησε το «product placement» στις ταινίες.
Το κύμα καταναλωτισμού που ακολούθησε οδήγησε με τη σειρά του στην έκρηξη του χρηματιστηρίου καθώς και εδώ ενεπλάκη ο Μπερνέζ:δημιούργησε και στήριξε την αντίληψη ότι και η εργατική τάξη μπορούσε να αγοράσει μετοχές δανειζόμενη από τις τράπεζες τις οποίες ο ίδιος εκπροσωπούσε.
Η μάζα πρέπει να κατευθύνεται στην κατανάλωση
Ο Μπερνέζ επίσης υποστήριζε πως ο πιο ασφαλής τρόπος για να προστατευτεί η δημοκρατία είναι να αποσπάται η προσοχή της μάζας από επικίνδυνες πολιτικές ιδέες και έντεχνα να κατευθύνεται μόνο προς την κατανάλωση. Ως μόνη εξαίρεση πρότεινε τον τεχνητά και διαρκώς υποδαυλιζόμενο φόβο και απέχθεια προς «τους κομμουνιστές» (με δυο λόγια, η θεωρία του ήταν: «ο ασυνείδητος φόβος φυλάει τα έρμα …»). Ο πρόεδρος Αϊζενχάουερ τελικά υιοθέτησε την άποψη του και οι αμερικανοί άρχισαν έκτοτε μαζικά να φοβούνται και να καταναλώνουν. Το ίδιο ακριβώς καλλιεργήθηκε σε Αμερική και Ευρώπη και μετά την 11η Σεπτεμβρίου: υπεραπλουστευτικές ερμηνείες περί «καλού και κακού» και μαζική κατανάλωση ήταν και εδώ το κυρίαρχο μοτίβο -ελάχιστα βασισμένο στην αλήθεια, αλλά πολύ ανακουφιστικό για τις μάζες.
Δεν κυβερνά ο λαός αλλά οι επιθυμίες του
Η κόρη του Μπερνέζ, Αν Μπερνέζ αναφέρει σχετικά: «Ο πατέρας μου χειραγώγησε τον κόσμο κάνοντας τον να πιστεύει ότι δεν θα είχε πραγματική δημοκρατία χωρίς καπιταλισμό και ελεύθερη αγορά […]
Υπαινίσσονταν ότι δημοκρατία και καπιταλισμός ήταν ενωμένα. Είναι όμως μια μορφή δημοκρατίας που αντιμετωπίζει τους ανθρώπους ως παθητικούς καταναλωτές κι όχι ως ενεργούς πολίτες». Και συμπληρώνει: «Δεν προστάζει πλέον ο λαός αλλά οι επιθυμίες του. Ο λαός δε συμμετέχει στη λήψη των αποφάσεων κι έτσι η δημοκρατία περιορίζεται από την ενεργό συμμετοχή στην παθητική κατανάλωση που κατευθύνεται από ένστικτα και ασυνείδητες επιθυμίες.
Κι όποιος έχει πρόσβαση σε αυτές τις επιθυμίες, θα κάνει το λαό ό,τι θέλει».
Επινοήθηκαν στη συνέχεια τεχνικές από ψυχαναλυτές για να εισχωρήσουν στο μυαλό και στον μυστικό εαυτό των καταναλωτών.Προϊόντα συνδέθηκαν με επιθυμίες και το μάρκετινγκ εταιριών βασίστηκε σε ψυχολογικές έρευνες. Η Άννα Φρόιντ υποστήριζε ότι το περιβάλλον ενισχύει την προσωπικότητα και πως τα προϊόντα ικανοποιούν επιθυμίες και δίνουν μια κοινή ταυτότητα. Δόθηκε από την κυβέρνηση βάρος στην προώθηση μιας στρατηγικής για τη δημιουργία μιας σταθερής κοινωνίας.Ο επικεφαλής ψυχαναλυτής αυτής της στρατηγικής αναφέρει: «το άτομο καθησυχάζει τις ανησυχίες του ξοδεύοντας.»
Συνδυάζοντας ένα προϊόν με τους φόβους
και τις επιθυμίες του καταναλωτή
Αν μπορέσεις να κωδικοποιήσεις την παρουσίαση ενός αντικειμένου με τρόπο που να αγγίζει τις βαθύτερες επιθυμίες, αλλά και να εκμεταλλεύεται -εξορκίζοντάς τους- τους βαθύτερους φόβους του καταναλωτή, τότε μέσα του το προϊόν συνδέεται μια και καλή με την ψευδαίσθηση της ασφάλειας και της σιγουριάς. Με μικρές καθημερινές αναμνηστικές δόσεις (έχετε αναρωτηθεί γιατί οι διαφημίσεις επαναλαμβάνονται τόσο υπερβολικά πολλές φορές;) η σύνδεση αυτή ισχυροποιείται και παραμένει.
Ο ίδιος ο Μπερνέζ άλλωστε πίστευε πως όταν κάτι επαναλαμβάνεται συνεχώς στα μαζικά κοινωνικά στρώματα, τότε ακόμη και αν το επαναλαμβανόμενο είναι κάτι μη συμφέρων για την κοινωνία αυτή λειτουργώντας με τα ένστικτα της μάζας και επειδή το ακούει τόσες φορές, το οικειοποιείται οπότε δεν το θεωρεί πλέον τόσο κακό.