Μάριος Χάκκας / έργο του Τάκη Σιδέρη
Κάθε άνθρωπος πνευματικός ή τέλος πάντων κάθε άνθρωπος που αυτά που έχει στο κεφάλι του δε τα κρατά για το σπίτι του, το καφενείο που συχνάζει, τους τρεις φίλους που αγαπά αλλά τα φωτίζει λίγο παραπάνω και μας τα χαρίζει, κάθε τέτοιος άνθρωπος λοιπόν, όταν φεύγει από τη ζωή, μας αφήνει πίσω του ένα κουστούμι, συνήθως γκρι, με πολλές τσέπες, φόδρες και όλα τ’ άλλα αναγκαία της ραπτικής τέχνης. Στις τσέπες μέσα είναι βαλμένο το έργο του. Λίγο στις τσέπες του παντελονιού, λίγο στου σακακιού, λίγο στις εσωτερικές. Το κουστούμι που μας άφησε ο Μάριος Χάκκας δεν ήταν καθόλου φθαρμένο. Μονάχα 41 ετών κουστούμι. Ένα σχεδόν καινούριο κουστούμι. Και αν ψάξεις στις τσέπες μπορεί να μην βρεις καθόλου έργο. Μα καθώς τα χέρια σου θα τριγυρνάν μέσα στο γκρι ύφασμα θα νοιώσεις μέσα από την μπορντό φόδρα κάτι να προεξέχει. Με μεγάλη προσοχή θα την ξηλώσεις από την ραφή και θα βγάλεις από μέσα διπλωμένες σελίδες με ελεύθερες πολιορκημένες λέξεις. Λέξεις που πολλές δεν έχεις ξανακούσει μα νομίζεις πως τις ξέρεις. Λέξεις που φλέγονται, που πλακώνουν, που είναι πιο μαύρες από το σκοτάδι της συσκότισης, που είναι πιο φωτεινές από καλοκαιρινό κυριακομεσημεριάτικο ήλιο. Και αυτές οι λέξεις και ο τρόπος που ο Μάριος Χάκκας τις έβαζε στη σειρά αποτελούν το έργο ενός από τους μεγαλύτερους Έλληνες λογοτέχνες. Του ανθρώπου που στα διηγήματα του, άφησε πίσω στη γαλαρία, τους χαρακτήρες και την πλοκή και κόβοντας μικρά κομμάτια της καρδιάς του μας δίδαξε πως το συναίσθημα από μόνο του μπορεί να στηρίξει ιστορίες θαυμαστές και υπερωκεάνιες, που επιβιβαζόμαστε πάνω τους και θαλασσοπνιγόμαστε χαμογελαστοί, αμήχανοι, δεξιοβασανισμένοι και πικρά ερωτευμένοι.
Τα πρώτα Χρόνια
Ο Μάριος Χάκκας γεννήθηκε το 1931 στην Μακρακώμη Φθοιώτιδας. Πατέρας του ο Γιώργος και μητέρα του η Σταυρούλα. Τέσσερα χρόνια αργότερα η οικογένεια του μετακόμισε στην Αθήνα, και συγκεκριμένα στην Καισαριανή. Σε ένα σπίτι πλινθόχτιστο από τα πολλά προσφυγικά της περιοχής, με μια πέργκολα μπροστά φτιαγμένη με δεκάδες διαφορετικά κομμάτια ξύλου, στραβά καρφωμένα που μύριζαν αγωνία. Πριν λίγες μέρες πέρασα από το σημείο αυτό. Έχουν μείνει πλέον ελάχιστα τέτοια σπιτάκια. Δεν μπόρεσα να ξεχωρίσω αν κάποιο από αυτά ήταν του Χάκκα. Όλα είναι σχεδόν ίδια. Σκοτεινά, ακατοίκητα και λίγο ιερά. Το 1986 μπροστά από ένα τέτοιο σπιτάκι μια παλιά γειτόνισσα του Χάκκα θυμόταν:
είπε η γειτόνισσα στο τέλος: «δεν είχε χρόνια το παιδάκι. δεν είχε χρόνια» / για τα χρόνια, το χρόνο και τη ζωή είχε γράψει ο Χάκκας στο διήγημα του «το τρίτο νεφρό».
Τώρα που ξέρω πως δεν κερδίζονται οι άνθρωποι ή έστω κι ένα κορίτσι με σκέτες λέξεις, παρά μόνο με αίμα· τώρα που καταλαβαίνω πως δεν γίνεται να φτάσεις στο ποίημα από διαβάσματα και μόνο, σ’ ένα κάποιο επίτευγμα με χαμομήλια· ασ’ τους να νομίζουν αυτοί που μάτωσαν στις παρανυχίδες μονάχα και βγάζουν κραυγές: «Οχ, οχ! Αιμορραγώ σ’ όλο το σώμα». «Κάλπες, αφού πρόκειται για το δείκτη του αριστερού σας χεριού. Ποιο όλο το σώμα σας;» Γι αυτό και γράφουν νερόβραστα ποιήματα, πιπιλίζουν ονόματα με θαυμασμό και προσπαθούν να μοιάσουν κάποια πρότυπα τους χωρίς να περάσουν μέσα απ’ τη φωτιά και την κόλαση που προϋποθέτει το ποίημα. Εμ, δε γίνεται.
( μπορείτε να διαβάσετε όλο το διήγημα «το τρίτο νεφρό» στο τέλος αυτού του δημοσιεύματος)
Πολιτικοποίηση και φυλακή
Η Καισαριανή ήταν μέρος που αγάπησε, που μπήκε στο αίμα του και ο χαρακτήρας της ως τόπος ζωντανός είχε δεσπόζουσα θέση μέσα στο έργο του. Εκεί είχε στα χρόνια της Κατοχής, την πρώτη του επαφή με οργανώσεις νεολαίας της αριστεράς πράγμα που τον έκανε -άγουρο ακόμα- να χτίζει σιγά σιγά ιδεολογικό υπόβαθρο.
Στο τέλος της δεκαετίας του ’40 πηγαίνει εθελοντικά στην Γυάρο για να βοηθήσει στην περίθαλψη των πολιτικών κρατουμένων, κάτι που φυσικά κάνει τον φάκελο του να ζεματάει στα χέρια των ασφαλιτών. Έτσι το 1951 και ενώ περνάει στις εξετάσεις για την εισαγωγή του στον ΟΤΕ δεν γίνεται δεκτός λόγω πολιτικών φρονημάτων. Τουλάχιστον την ίδια χρονιά γνωρίζει τηνΜαρίκα Κουζηνοπούλου, την μετέπειτα γυναίκα του και σύντροφο του, μέχρι το τέλος της ζωής του.
Λίγο μετά γίνεται μέλος της ΕΔΑ Καισαριανής και αναλαμβάνει την δημιουργία της ΦΕΝ (Φιλοπρόοδου Ένωσης Νέων) μίας οργάνωσης με πολιτιστικές δραστηριότητες και όχι μόνο. Δεν προλαβαίνει να κάνει πολλά μιας και οι παρακρατικές οργανώσεις δεν αφήνουν σχεδόν καμία εκδήλωση να πραγματοποιηθεί ομαλά. Επίσης, το 1952 ο Μάριος Χάκκας δικάζεται με βάση τον νόμο 509 με την κατηγορία της συμμετοχής σε οργανώσεις ανατρεπτικού χαρακτήρα και αντιλαμβάνεται από πρώτο χέρι την σκληρότητα της δεξιάς καθώς φυλακίζεται για τέσσερα ολόκληρα χρόνια στην αρχή στις φυλακές της Καλαμάτας και κατόπιν στης Αίγινας. Kαι αν το μυαλό του Χάκκα ήταν ένα χωράφι με γόνιμο χώμα, η μοναξιά και ο πόνος της φυλακής ήταν αυτά που έριξαν τους σπόρους ώστε μερικά χρόνια αργότερα να μπούνε στα ράφια των βιβλιοπωλείων οι καρποί. Kαρποί που ακόμα τρεφόμαστε και είναι φρέσκοι σαν την πρώτη μέρα.
Είσοδος στα ελληνικά γράμματα
Με τον Τάκη Σιδέρη σε έκθεση του στην ΦΕΝ
Βγαίνοντας από την φυλακή, και αφού τελείωσε και την στρατιωτική του θητεία, ξεκίνησε μια νέα προσπάθεια ζωής. Επανήλθε στην ΕΔΑ Καισαριανής, έγινε πάλι υπεύθυνος της ΦΕΝ, η οποία διοργάνωσε πλήθος εκδηλώσεων. Ανάμεσα τους και εκθέσεις ζωγραφικής που μια από αυτές ήταν του Τάκη Σιδέρητου ζωγράφου που δέθηκε άρρηκτα με το έργο του Χάκκα εικονογραφώντας τα βιβλία του. Tο 1961 παντρεύτηκε την Μαρίκα και άνοιξε δικό του κατάστημα όπου κατασκεύαζε κορνίζες και μινιατούρες. Το 1965 με αυτοέκδοση βγάζει το πρώτο του βιβλίο. Είναι μια ποιητική συλλογή με τίτλο “Όμορφο καλοκαίρι”. Αργότερα με πολύ χιούμορ δηλώνει πάντα “πρώην ποιητής, νυν πεζογράφος” (και αλίμονο, τα πεζογραφήματα του Χάκκα έχουν μέσα τους τόση ποίηση, όση λίγη ποίηση έχει). Πρώτο του βιβλίο με διηγήματα το 1966 “Ο τυφεκιοφόρος του εχθρού”. Ήδη από αυτό το βιβλίο αρχίζει να γίνεται ορατή η μοναδικότητα του έργου του. Μοναδικότητα που (και ενώ έχει ήδη χτυπηθεί από καρκίνο) στο επόμενο του βιβλίο το 1970 με τίτλο “Ο μπιντές και άλλες ιστορίες” γίνεται λαμπερός θησαυρός για όλη την ελληνκή πεζογραφία. Το 1972 καθώς το τρίτο του βιβλίο («Το κοινόβιο») μόλις έχει τελειώσει από το τυπογραφείο, πεθαίνει στο Διαγνωστικό Ινστιτούτο Πειραιά σε ηλικία 41 ετών. Λίγο καιρό πριν τον θάνατο του, είχε πάει για να κάνει δέηση για την υγεία του, αυτός ο άθεος και οι άθεοι φίλοι του στον Άι Γιώργη τον Κουταλά, στην Καισαριανή. Μέρος που πήγαινε συχνά για να ηρεμήσει, να πιει τον καφέ του, να καπνίσει τον άσσο κασετίνα και να γράψει. Μας περιγράφει με τις άγιες ανάσες του, ένας από τους καλούς του φίλους, ο ποιητής Νίκος Καρούζος:
Διαβάζοντας τις αράδες των γραπτών του Χάκκα
Η πρώτη σκέψη που σου έρχεται, είναι πως έχεις μπροστά σου, όχι το έργο ενός συγγραφέα μα το έργο ενός ποιητή που φωτογραφίζει ή ενός φωτογράφου που γράφει ποίηση. Η λεπτομέρεια στις εικόνες σε τσιμπάει σαν καρφίτσα από το πουθενά. Οι λέξεις του νομίζεις πως ειπώνονται πρώτη φορά, είναι καινούριες, φρέσκες, μυρίζουν ένα κεφαλαίο ΤΩΡΑ. Η παράταξη τους στιγμές-στιγμές σε μπερδεύει όπως σε μπερδεύει κάθε τι που σε λιγάκι θα ερωτευθείς. Νοιώθεις τις θερμοκρασίες που περιγράφει, κρυώνεις ή καις. Ο Χάκκας δεν έχει ήρωες. Κι αν έχει κάποιους, είναι όλοι τους φθαρτοί. Φθαρτοί και πάνθνητοι. Κατακρημνίζει τα όνειρα γενεών. Το γκρικ ντριμ μιας ολόκληρης εποχής. Μη γελιόμαστε και το γκρικ ντριμ της δικής μας εποχής κατακρημνίζει.
Τα καλύτερα χρόνια τα σπατάλησα σαν το μερμήγκι κουβαλώντας και σιάχνοντας αυτό το κολόσπιτο, οικοδομώντας τελικά αυτόν τον μπιντέ, είκοσι χρόνια μου κατάπιε η καταβόθρα του, κι εγώ τώρα έχω μείνει στιμμένο λεμόνι, σταφιδιασμένο πρόσωπο, για ένα μπιντέ.
(πιέζοντας εδώ μπορείτε να διαβάσετε όλο το διήγημα «Ο μπιντές»)
Η μοναξιά ανάμεσα από ανθρώπους, ο θάνατος που μυρίζει καθώς πλησιάζει, οπόνος που σε τυλίγει σαν κουβέρτα και το σκληρό αδιέξοδο του έρωτα. Tέσσερις σημαίες που κυματίζουν πάνω από το έργο του Μάριου Χάκκα.
Αν και είναι τρομερά δύσκολο να μην συσχετίσουμε την αφήγηση του με την εποχή του, αυτός ο ποταμίσιος μονόλογος που υπάρχει στις σελίδες, μας παρασέρνει τελικά εύκολα στην πτώση από τον καταρράκτη της ταύτισης. Ματωμένα σημειώματα που πετάνε στον αέρα και προσγειώνονται στο Σκοπευτήριο της Καισαριανής, μια βόλτα που άλλαξε διαδρομή γιατί δεν ήθελε να κοιτά τα ίδια μέρη που κοίταζε εκείνη, και μια παραίσθηση που τον βγάζει από το κρεββάτι της αρρώστιας και τον κάνειιπτάμενο θνητό υπερήρωα, έτοιμο να κεράσει τετρακόσια ουίσκι την κοπέλα που τον κοζάρει από το απέναντι τραπέζι.
Και ο άνθρωπος και η αλήθεια του, παντού. Την εποχή που ακόμα οι Έλληνες χαϊδευόντουσαν και γλείφαν νοσταλγίες με στίχους όπως: “έχεις μια γεύση τρικυμίας στα χείλη” ήρθε ο Χάκκας να μιλήσει για τη στιγμή του χωρισμού και την γεύση “αποσμητικού που έμεινε στα χείλη” από το αποχαιρετιστήριο φιλί που έδωσε σε κάποια γυναίκα που τον παράτησε. Γιατί ο έρωτας δεν είναι θεϊκός. Ο έρωτας είναι ανθρώπινος. Λίγο περισσότερο και από τον ίδιο τον τραγικό του πρωταγωνιστή, τον άνθρωπο.
Στην απουσία σου δε συναντάω γοργόνες, μήτε δελφίνια και χελιδονόψαρα. Ένα γαλάζιο σάβανο μόνο και μέδουσες πολλές, σακατεμένα γλαρόνια κι άδειες κοχύλες, που όσο κι αν φωνάζω μέσα τους, καμιά βοή δε μ’ αποκρίνεται. Δε νιώθω καν δροσιά στα καψαλισμένα μου χέρια, ούτε την αλμύρα στο φαγωμένο μου πρόσωπο.
(πιέζοντας εδώ μπορείτε να διαβάσετε όλο το διήγημα «Οι εξαιρετικές μου στιγμές»)
Ανιχνεύοντας τον συγγραφέα
Όλο αυτό τον καιρό που σκάλιζα τη ζωή του Χάκκα υπήρξαν περίφημες στιγμές και γεγονότα. Ας πούμε, όταν μεσάνυχτα και με λίγη παραπάνω ρακή στο αίμα ψάχναμε το σπίτι του στα προσφυγικά της Καισαριανής. Ή όταν συνάντησα τον μοναδικό -μαζί με την αδελφή του- κληρονόμο του,
τον ανιψιό του, Γιώργο Χάκκα. Άνοιξα την πόρτα του μικρού του
βιβλιοπωλείου στη Μάρκου Μουσούρου στο Μετς και μοσχοβόλησε ευγένεια. Με κέρασε καφέ και άρχισε να μου εξιστορεί τόσα υπέροχα πράγματα από την ζωή του θείου του. Για τις Τετάρτες στα μέσα της δεκαετίας του ’60, που ο ποιητής
Θανάσης Κωσταβάραςέδιωχνε νωρίς νωρίς τους πελάτες του από το οδοντιατρείο για να πάει ο Χάκκας, ο
Λεοντάρης και πολλοί άλλοι και να διαβάσουν τα ποιήματα τους ή τα κείμενα τους. Για την συναυλία που είχε διοργανώσει η ΦΕΝ και τελευταία στιγμή δεν πήγε ο Μίκης Θεοδωράκης γιατί το ΚΚΕ θεωρούσε τον Χάκκα υπερβολικά ανανεωτικό, ή για το καλοκαίρι που είχε πάει με τον θείο του και την γυναίκα του Μαρίκα διακοπές και ο θείος του δεν πήγαινε ποτέ στη θάλασσα, παρά μόνο όλη μέρα καθόταν στην αυλή και έγραφε, έγραφε, έγραφε συνέχεια. Απλά ήθελε να προλάβει.
Το αφιέρωμα αυτό, αντί επιλόγου, είναι καλύτερα να κλείσει με μια σπάνια μαγνητοσκόπηση του συγγραφέα, καθώς ακούγεται μια ηχογράφηση -επίσης σπάνια- όπου ο Χάκκας τραγουδά ένα δικό του ποίημα.
Εργογραφία
Ι.Ποίηση
• Όμορφο καλοκαίρι. Αθήνα, ιδιωτική έκδοση, 1965.
ΙΙ.Διηγήματα
• Ο τυφεκιοφόρος του εχθρού. Αθήνα, ιδιωτική έκδοση, 1966 (και β’ έκδοση συμπληρωμένη Αθήνα, Κέδρος, 1972).
• Ο μπιντές και άλλες ιστορίες. Αθήνα, Κέδρος, 1970.
• Το κοινόβιο. Αθήνα, Κέδρος, 1972.
ΙΙΙ.Θέατρο
• Ενοχή (μονόπρακτα). Αθήνα, Κέδρος, 1971.
ΙV. Συγκεντρωτική έκδοση
• Μάριου Χάκκα, Άπαντα· Εικόνες Τάκη Σιδέρη. Αθήνα, Κέδρος,1978 – 2006
Φωτογραφικές στιγμές
Σημειώσεις
Τα τέσσερα βίντεο που υπάρχουν παραπάνω, είναι από την εκπομπή «Περισκόπιο» της ΕΡΤ. Όλες οι φωτογραφίες ανήκουν στο προσωπικό αρχείο του Γιώργου Χάκκα.
Ο πυρήνας αυτού του άρθρου προέρχεται από τα κείμενα και την έρευνα που έγινε για την εκπομπή «σαν το γάλα μέσα στις μύγες» η οποία ακούστηκε το βράδυ της 14ης Ιανουαρίου 2015 στο webradio enforadio.gr. Εάν θέλετε, μπορείτε παρακάτω, να ακούσετε την εκπομπή.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
ΔΙΗΓΗΜΑ
Μάριου Χάκκα
«Το τρίτο νεφρό»
Τώρα που ξέρω πως δεν κερδίζονται οι άνθρωποι ή έστω κι ένα κορίτσι με σκέτες
λέξεις, παρά μόνο με αίμα· τώρα που καταλαβαίνω πως δεν γίνεται να φτάσεις στο
ποίημα από διαβάσματα και μόνο, σ’ ένα κάποιο επίτευγμα με χαμομήλια· ασ’ τους
να νομίζουν αυτοί που μάτωσαν στις παρανυχίδες μονάχα και βγάζουν κραυγές: « Οχ,
οχ! Αιμορραγώ σ’ όλο το σώμα». «Κάλπες, αφού πρόκειται για το δείκτη του
αριστερού σας χεριού. Ποιο όλο το σώμα σας;»
Γι αυτό και γράφουν νερόβραστα
ποιήματα, πιπιλίζουν ονόματα με θαυμασμό και προσπαθούν να μοιάσουν κάποια
πρότυπα τους χωρίς να περάσουν μέσα απ’ τη φωτιά και την κόλαση που προϋποθέτει
το ποίημα. Εμ, δε γίνεται.
Κάποτε είδα ανθρώπους που τρώγανε αποβραδίς μια χαρά έχοντας την καραβάνα στα
γόνατα, χρόνια τρώγανε σε τούτη τη στάση χωρίς κανένα παράπονο, και το πρωί
παίρνανε μεταγωγή για το τρελοκομείο, γιατί ξαφνικά νιώσαν να σπάει η πλάτη και
να πετάγεται η καρδιά προς τα έξω. «Η πλάτη μου», όλο λέγαν, «η πλάτη μου», κι
έπεφτε η καραβάνα απ’ τα γόνατα αφήνοντας δυο κόμπους λάδι ανεξίτηλο λεκέ στο
τσιμέντο. Μαύρισε η ψυχή κι έκανε τούτο το ρήγμα κι έφερε τούτη την πτώση, παρά
την επίμονη θέληση των ανθρώπων να κρατήσουν την καραβάνα στα γόνατα.
«Να μιλήσω για ήρωες, να μιλήσω για ήρωες: ο Μιχάλης.»
Οπωσδήποτε όχι. Πάει
καιρός που δε βρίσκομαι σ’ αυτήν τη γραμμή. Δε σημαίνει δηλαδή ότι όποιος κράτησε
αυτή τη θεόρατη καραβάνα στα γόνατα φτάνει στο ποίημα. Αλλ’ οπωσδήποτε απ’
αυτούς κάποιος. Μ’ άλλα λόγια, αν έχεις ξοδέψει γι αυτήν την υπόθεση έστω και μια
τρίχα απ’ τους όρχεις σου.
Γι αυτό: σε τάιζε η μαμά σου το αυγουλάκι σου και μάλιστα φρέσκο; Καθόσουνα στα
πρώτα θρανία, ήσουνα σπαζοδιαβάστρα, καλό παιδί, έκανες ό,τι σου έλεγε ο
δάσκαλος; Είχες την Κυριακή χαρτζιλίκι, πήρες γυναίκα με προίκα και όμορφη;
(Μερικές από τις ερωτήσεις για τη σύνταξη βιογραφικού σημειώματος μπροστά στο
ποιητοδικείο).
Άντε, παιδάκι μου, μην ταλαιπωρείς τα γραφτά. Δε σε θέλει το ποίημα.
Οι λέξεις σου είναι κούφιες. Ναι, ξέρω, πέρασες κι ένα κοκίτη και τώρα έχεις στρυφνό
προϊστάμενο που σε επιπλήττει άμα κάνεις κανένα λαθάκι. Καλά. Καλά. Κάνε μια
εντριβή με οινόπνευμα και το πρωί θα είσαι περδίκι. Κοίταξε, μην κρατάς τα αέρια
μέσα σου, άσε να φεύγουν προβληματισμοί κι ανησυχίες.
Τώρα που έκανα τα πνευμόνια μου μαύρα καπνίζοντας παλιοτσίγαρα το ‘να πάνω στο
άλλο. Με την ίδια φωτιά, τη νεανική, πήγα κρεσέντο. Τώρα που ωρίμασα μαζί με το
νεφρό μου που έσκασε καρπούζι στον ήλιο. Τώρα που το είδα χωρίς καμιά φρίκη ν’
ανοίγει τριαντάφυλλο, ούτε αίμα, ούτε τίποτα, μόνο τρακ και φάνηκε ζαχαρωμένη
ντομάτα. Κοβαλτιώθηκα, μπούχτισα, τσουρουφλίστηκα ολόκληρος.
Μόλις τώρα φτάνω
των δασκάλων την κόλαση. Όχι εξωτερικά, λέγοντας Ρίλκε και Μπέκετ, μιμούμενος
φράσεις τους, όχι. Ξεκινώντας απ’ τη δική μου ζωή, λαχαίνω τις σκέψεις μου μες τα
γραφτά τους κι αυτή ας πούμε η σύμπτωση με κάνει να χαίρομαι και να σκυλιάζω
ταυτόχρονα. Χαίρομαι γιατί ο δρόμος που τράβηξα, που μόνος μου διάλεξα αν θέλετε,
που η ίδια η ζωή μου καθόρισε, δεν είναι άγονος, αφού κι άλλοι, και μάλιστα
δάσκαλοι φτάσαν στο ίδιο επίτευγμα, κι είναι μια απόδειξη, όπως όταν μετά σκληρό
διαγώνισμα βγαίνεις και τρέχεις στις λύσεις κι είναι όλα σωστά. Απ’ την άλλη μεριά
σκυλιάζω γιατί πρόλαβαν αυτοί και κατέγραψαν τον ανθρώπινο πόνο κι εγώ τώρα
πρέπει να πάω πιο πέρα δίνοντας ίσως και τ’ άλλο νεφρό.
Στέκομαι συλλογισμένος κι ανοίγω φανταστικό διάλογο με τον Ρίλκε, τον Μπέκετ, τον
Μίλερ Χένρι και άλλους, πεισμωμένος και τους φωνάζω, ό,τι γράψατε σεις σ’ ένα
βιβλίο εγώ θα το περάσω σε μια μόνο σελίδα, σε μια μόνο φράση.
Γιατί να μην έχω κι
ένα τρίτο νεφρό; Τότε, αυτήν την απέραντη απελπισία που φτάσαν οι δάσκαλοι, ίσως
μπορούσα να την μετατρέψω σε κάποια ελπίδα και πίστη. Να πάρω πηλό και να
πλάσω απ’ την αρχή έναν άνθρωπο, κι αυτό το παγερό στερέωμα που φέρνει σβούρα
από πάνω μας τυχαία και άσκοπα να μετατρέψω σε λούνα πάρκ. Να στήσω
πυγολαμπίδες πάνω στην άσφαλτο. Να κάνω τους ανθρώπους να δουν τη
μεταμεσονύκτια ομορφιά των ηλεκτρικών στύλων καθώς υποκλίνονται ευγενικά στις
λεωφόρους. Ίσως μπορέσω να φτάσω ξανά στις πρώτες αφέλειες συγκροτώντας μια
πίστη που θα διαλύεται μόλις χάνει κανείς το νεφρό του.
Δε θέλω χρόνο. Ζωή θέλω, μ’ όλο που το δεύτερο προϋποθέτει το πρώτο, ζωή να τη
σπαταλήσω πίσω από τις φράσεις, ζωή να χτίσω παραγράφους, να οικοδομήσω ένα
έργο δίνοντας στο λόγο μια τρίτη διάσταση, γιατί τη δεύτερη τη βρήκαν οι άλλοι, την
καταγράψαν οι δάσκαλοι κι εγώ πρέπει να πάω παραπέρα.
Μ’ άλλα λόγια, είναι στην κυριολεξία πρόβλημα τρίτου νεφρού. Αν ήταν πρόβλημα
χρόνου μονάχα, δεν είχα παρά να καταφύγω στο τεχνητό. Παίρνουν το αίμα από τη
φλέβα και το διοχετεύουν στη μηχανή.
Εκεί το χτυπάνε όπως το γάλα που του
αφαιρούνε το βούτυρο, για να το ξαναφέρουνε καθαρότερο στην αρτηρία. Οχτώ
ολόκληρες ώρες συνεχίζεται το ίδιο βιολί, δυο και τρεις φορές την εβδομάδα. Ένα
μηχάνημα μέλος του σώματος σου έξω από το σώμα σου επιμηκύνει το χρόνο σου, σου
δίνει παράταση για τρία, ίσως και τέσσερα χρόνια, κερδίζεις μ’ αυτό κάτι, δε λέω, μα
τι να ξοδέψεις, πλαστικά σωληνάκια και φίλτρα; Βίδες, παξιμάδια και ρεύμα;
Παίρνεις μια κάποια παράταση, ίσα ίσα που προλαβαίνεις να πετάξεις ένα βιβλίο
γεμάτο ούρα, ένα μπουκάλι με σκέψεις για το πώς έγινε το ναυάγιο, τον ύπουλο
ύφαλο, τις απεγνωσμένες προσπάθειες να κρατηθείς σε μια σαθρή σχεδία δίχως
σχέδια, για το μεγάλο σαρωτικό κύμα που έρχεται. Κάποτε πλησιάζει το τέλος, γιατί
κάθε φορά και περισσότερα ούρα κυκλοφορούνε στο αίμα σου.
Τόσο ήτανε, λες,
ρίχνεις μια τελευταία ματιά στα γραφτά σου και βάζεις τον τίτλο: Το τελευταίο
μπουκάλι. Ιστορίες που μιλάνε για φλέβες και ούρα, ζαλάδες, πόνους, μιζέριες, μια
επιχείρηση που κερδίζει όσο για να πληρώνει το λογιστή. Μόνο φύρα, κανένα
περίσσευμα.
Αλλά εγώ που ήθελα να εκσφενδονίσω βεγγαλικά τις φράσεις, καταυγάζοντας έστω
και για μια μόνη στιγμή αυτή την αιώνια νύχτα; Πώς να ηλεκτροφωτίσω το στερέωμα
με μπλε, μοβ και κόκκινα αστέρια χωρίς να ξοδεύω ζωή; Μ’ αυτό το τραπέζι νεφρό;
Μιλάω για μια ποίηση από τη ζωή, όχι καλά και σώνει για τη ζωή, πολύ περισσότερο
με κάποιο σκοπό. Έτσι βρίσκω την ποίηση για την ποίηση του Mallarmé, mal armé. Θα
‘θελα αυτούς που έχουν αυτό το μεράκι να ‘χουν αγγίξει έστω με το μικρό δακτυλάκι
την καραβάνα της απελπισιάς, να ‘ναι, μ’ άλλα λόγια, bon armé και alarmé. Γι αυτό
αναφέρθηκα στην αρχή σε κάτι φιόγκους (το αυγουλάκι τους και μάλιστα φρέσκο) που
γράφουνε ανούσια ποιήματα, χάνονται μέσα στις λέξεις, γιατί δε δώσανε γι αυτή την
υπόθεση σταγόνα αίμα. Δε γίνεται. Δε γίνεται.